Κεφάλαιο 5

73 7 0
                                    

          Την επόμενη μέρα.

Μάριος pov
Είχα ξυπνήσει και χουζούρευα στο κρεβάτι μου. Ήταν Σάββατο οπότε δεν σκόπευα να σηκωθώ από τής 9. Τότε άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε μέσα η μαμά μου με την σκούπα την ηλεκτρονική και άρχισε να σκουπίζει. Εγώ τότε γύρισα από την άλλη,αν και μάταιο βέβαια γιατί ήξερα ότι θα σηκωθώ έτσι και άλλιως λόγο τής φασαρίας. Ενώ είχα γυρίσει από την άλλη ήρθε η καλή μου μανούλα, '' ναι το λέω ειρωνικά'' και άνοιξε απότομα τής κουρτίνες.
Μάριος: Ρε μαμα, αναίσθητη είσαι κάποιος κοιμάται σε δώ?
Λυδία: Αυτός ο κάποιος τώρα θα  σηκωθεί  και θα πάει να κάνει μπάνιο γιατί θα έχουμε επισκέψεις.
Μάριος: Όχι πάλιιι..

Μάριος pov
Άμεσος τότε μου έπιασε το πάπλωμα και το πέταξε μακριά μου. Ήρθε απο το πλάι του κρεβατιού και άρχισε να μου χτυπάει τον κόλλο με τα χέρια τής.
Λυδία: Ποπό δες την σκηνή εδώ πέρα.
Μάριος: Καλά το έπιασα θα πάω να κάνω μπάνιο. Έτσι και λειος δεν μπορώ να τα βάλω μαζί σου.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο. Έκανα ένα χαλαρωτικό ντούζ. Εφόσον τελείωσα έβαλα το μποξεράκι μου, μετά έβαλα την μαύρη την φόρμα μου και μία κόκκινη μπλούζα από πάνω. Έφτιαξα τα μαλλιά μου ίσια να πέφτει η φράντζα μου στο μέτωπο μου και κατέβηκα κάτω στην κουζίνα για να φάω πρωινό. Ο πατέρας μου ήταν στην δουλειά, οπότε κάθησα να φάω μόνος μου. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα το γάλα, το βούτυρο και την μερέντα πάνω από όλα. Πήγα στο ντουλάπι πήρα τα ψωμάκια του τοστ και άρχισα να κάνω το πρωινό μου. Όταν τελείωσα πήγα και έκατσα στο σαλόνι και άρχισα να παίζω στο play stesion. Το κουδούνι μετά από πολύ ώρα αντοχή σε σε όλο το σπίτι αποσπώντας μου την προσοχή από το παιχνίδι. Η μαμά μου άρχισε να φωνάζει να πάω να ανοίξω την πόρτα εφόσον αυτή έκανε δουλειές στο πάνω όροφο. Πήγα να ανοίξω και ενώ περνούσα από τις μπαλκονόπορτες του σαλονιού είδα την Αγγελική να κάθεται και να περιμένει στην πόρτα για να τής ανοίξω. Κάθησα και την παρατηρούσα ενώ αυτή χτυπούσε το κουδούνι αν δύο λεπτά. Φορούσε μια φούστα αέρινη σε χρώμα κόκκινο,μια μπλούζα ροζ και τα μαλλιά τής ήταν ίσια κάτω με ένα μικρό κοκαλάκι σε σχέδιο φιοκάκι. Η μαμά μου είχε σταθεί στα σκαλιά και μου φώναζε για να ανοίξω. Τότε άνοιξα απότομα ώστε να την τρομάξω. Με κοιτούσε με γουρλομενα μάτια κάνοντας την καρδιά της. Εγώ κοίταξα τα χέρια τής και είδα ότι κρατούσε ένα μικρό σακίδιο που ίσα, ίσα μπορούσε να το κρατήσει.
Λυδία: Μάριε μην κάθεσαι να κοιτάς σαν το χάνο, πάρε την βαλίτσα της Αγγελικής και αστην να περάσει μέσα.
Αγγελική: Καλημέρα θεία Λυδία.
Λυδία: Καλημέρα παιδί μου.
Μάριος: Καλή ψυχρή και ανάποδη. Εμένα με ρωτήσατε αν θέλω να μείνει αυτή εδώ ?
Αγγελική: Για δύο μέρες θα είναι. Και πίστεψέμε όσο θέλεις εσύ να μείνω εδώ άλλο τόσο θέλω και εγώ.
Λυδία: Η Αγγελική θα μείνει εδώ και εσύ το καλό που σου θέλω να μην κάνεις κάτι που θα την πληγώσει.
Μάριος: Ομποοο...
Λυδία: Πάρε την τσάντα τής Αγγελικής και πηγενετην στο δώματιο της δίπλα στο δικό σου.

Άγγελος και Δαίμονας 2.Το φώς μέσα από το σκοτάδι.Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt