Κεφάλαιο 7

66 6 0
                                    

William pov
Μόλις είχα μετακομίσει με τούς γονείς μου στο νέο σπίτι μας. Έτρεξα με τής βαλίτσες μου στο δώματιο μου και άρχισα να τακτοποιό ώστε να προλάβω να εξερευνήσω και την γειτονιά. Όταν τελείωσα είδα το δωμάτιο μου. Εεε εντάξει δεν είναι και κακό, θα το έλεγα πολύ καλό σε σχέση με αυτό πού είχα. Είναι πιο μεγάλο και πιο ευρύχωρο. Κατέβηκα κάτω, βλέποντας  την μητέρα μου να καθαρίζει την κουζίνα. Την ρώτησα για να βγω έξω και τότε εφόσον με άφησε ξεκίνησα να περιφέρομαι στην γειτονιά. Εκεί που περπατούσα στο πεζοδρόμιο ένα τετράγωνο πιο κάτω από το νέο μου σπίτι, άκουσα μια γνώριμη φωνή. Πλησίασα και είδα από τα κλαδιά ενός κήπου δύο παιδιά να παίζουν και να διασκεδάζουν. Άμεσος κατάλαβα ότι ήταν το κοριτσάκι που το βοήθησα στο Λουνα Παρκ. Τότε πλησιασα και της μίλησα. Σταμάτησε ότι έκανε με το φίλο τής και ήρθε κοντά μου ανοίγοντας την εξώπορτα πιάνοντας μου το χέρι και τραβώντας με στο κήπο. Εκεί που μιλούσαμε με την Αγγελική,ο φίλος της  μας πλησίασε και έδωσε ένα σκουλίκι στο χέρι τής Αγγελικής που την τρόμαξε και εκείνη κρεμάστηκε στο μπράτσο μου. Άρχισα να τσακώνομαι μαζί του και τότε είδα το πιο παράξενο πράγμα. Ο ουρανός σκοτίνιασε για πρώτη φόρα στο παράδεισο. Εκείνος φαινόταν εξοργίσμενος, θυμωμένος, θολωμένος. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα το βάθει μπλέ των ματιών του να γίνετε κόκκινο σαν την φλόγα. Ο μικρός που καθόταν απέναντι μου άρχισε να βγάζει τα φτερά του, τα οποία ήταν μαύρα σαν την πίσσα με ελάχιστα άσπρα πούπουλα πάνω τους. Ενώ κοίταξα την Αγγελική είχε μείνει κοιτοντας με φόβο τον αγόρι απέναντι τής.
Αγγελική: Μα... Μάριε τι είσαι?
Άμεσος έβαλα την Αγγελική  από πίσω μου ώστε να την προστατέψω. Τότε στο χέρι του εμφανίστηκε μια σφαίρα κόκκινη και άμεσος την έριξε προς τα πάνω μας. Εγώ τότε έβγαλα τα λευκά φτερά για να προστατεύσω εμένα και την Αγγελική. Μετά τίποτα, ένα μαύρο πέπλο με έλουσε.

Λυδία pov
Είχα τελειώσει της δουλειές και εφόσον τα παιδιά παίζανε στο κήπο κάθησα στην κρεβατοκάμαρα και διάβαζα ένα βιβλίο. Εκείνη την στιγμή που πήγε να με πάρεις ο ύπνος ακουστικέ μια έκρηξη. Άμεσος σηκώθηκα και έτρεξα προς στην πόρτα. Την άνοιξα και είδα σε όλο τον κήπο παντού καπνό που δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Όλο το μέρος ήταν γεμάτο  από μια ομίχλη. Δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου, αλλά σιγά,σιγά  άρχισε να ξεκαθαρίζει το τοπίο, το όπιο εφανέρωνε σιγά, σιγά μια φιγούρα έναν αγγελο και δύο πτωμάτα στο έδαφος. Ταράχτηκα νόμιζα ότι ήταν η Αγγελική και ο Μάριος.Αμεσος έτρεξα να δω τα παιδιά μου. Από την ταραχή έτρεμαν τα πόδια και τα χέρια μου. Πλησίασα και έσκυψα να δώ αν είναι καλά τα παιδιά. Όμως το ένα το παιδί δεν ήταν ο Μάριος μου, αλλά ένα άλλο που είχε πληγωμένα τα φτερά του και δίπλα του η Αγγελική λυποθημη. Γύρισα να δώ ποιος το έκανε αυτό στα παιδιά και είδα μια φυγουρα που την ήξερα παρά πολύ καλά. Έτσι ήμουν και εγώ πριν 8 χρόνια. Ήταν και φυγουρα ενός μικρού ακατανομαστου. Δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Ο Μάριος μου στέκονταν μπροστά μου χαμένος. Παιδί μου τι έκανες?
Μάριος: Μαμά? Δεν ξέρω? Δεν καταλαβαίνω? Δεν το ήθελα? Γιατί είμαι έτσι?

Άγγελος και Δαίμονας 2.Το φώς μέσα από το σκοτάδι.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora