~Κεφαλαιο 60 ~

254 25 1
                                    

Έκτορα POV

"ΚΆΝΤΕ στην άκρη " φώναζει κάποιος και εγώ πετάγομαι από τον ύπνο μου . Κοιτάζω το κινητό μου και η ώρα είναι 3 τα ξημερώματα .

Ο γιατρός περπατάει με γρήγορο βημα και μπαίνει στο δωμάτιο της μικρής μου . Κοιτάω τους γονείς της που είναι το ίδιο μπερδεμένοι και τρομοκρατημένοι όσο εγώ

Μετά από λίγο βγαίνει μια νοσοκόμα και φωνάζει τους γονείς της να μπουν μέσα .

" Ξυπνάει " ήταν τι μόνο που είπε και έκανα κίνηση να μπω και εγώ . Αλλά δεν με άφησε

" Μόνο οικογένεια " είπε

" ΚΑΙ ΕΓΩ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΕΙΜΑΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ " ούρλιαξα εξαγριωμένος και τότε από το πουθενά με τράβηξαν δύο σεκιούριτι .

" Δεν το ζω αυτό . ΔΕΝ ΤΟ ΖΩ " ψωναξα και εκείνοι με οδήγησαν στην καφετέρια όπου και με ανάγκασαν να καθήσω . Έβγαλα να καπνίσω

" Απαγορεύεται " είπε ο ένας από τους δύο μπουλιδες

" Δεν πας να συνεχίσεις το σουβλακι σου λέω εγώ " του είπα και τον έσπρωξα για να βγω στο μπαλκόνι .

Παρεσα POV


Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν ο ήχος . Συγκεκριμένα άκουσα μια πολύ γνωστή φωνή να φωνάζει κάτι ακατανόητο . Αλλά ήξερα ότι ήταν δική του .

Χαμογέλασα όσο μου επέτρεπαν τα σωληνάκια και το τειπ που είχα στην μούρη μου . Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου και είδα τους γονείς μου .

Η μαμά μου έκλαιγε από χαρά και ο μπαμπάς μου χαμογελούσε ενώ κρατούσε τον ώμο μου . Κοίταξα γύρω γύρω αλλα δεν τον είδα

Τον φαντάστηκα ;

" Πώς είσαι ;" Με ρώτησε ο γιατρός και εγώ κούνησα το κεφάλι μου . Ο σωλήνας που ειχα στον λαιμό μου έκανε τα πάντα δυσκολότερα .

" Λοιπόν . Νομίζω ότι θα σου το  βγάλουμε αυτό και θα στο αντικαταστήσουμε με μάσκα αν χρειαστεί " είπε αναφερόμενος στον σωλήνα .

Μετά από κάμποσα λεπτά ήμουν ελεύθερη και αναπνεα κανονικα σαν άνθρωπος . Ήταν περίεργη αίσθηση να έχεις έναν σωλήνα στο λαιμό σου

" Πώς αισθάνεσαι ;" Ρώτησε ο γιατρός για άλλη μια φορά

" Υπέροχα . Θέλω νερό  "  σχεδόν ψηθιρισα . Η φωνή μου έκλεισε και ήταν στεγνός ο λαιμός μου . Αφού ήπια νερό ρώτησα αυτό που με έκαιγε τόση ώρα .

" Που είναι ο Έκτορας ;"

" Εξω είναι είναι αγάπη μου . Δεν έφυγε καθόλου από εδώ "

" Πες του να ερθει μέσα " ζήτησα

" Φοβάμαι ότι δεν επιτρέπεται " πετάχτηκε μια νοσοκόμα και της έριξα ένα βλέμμα που σκότωνε

" Νομίζω ότι θα είναι μια χαρά Μαργαρίτα" είπε ο γιατρός και τότε βγήκαν όλοι έξω εκτός από τους γονείς μου .

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε . Με κάρφωσε με αυτό τα δύο του πράσινα μάτια . Έκανε ένα βήμα διστακτικά

" Πλησίασε δεν δαγκώνω " είπα ειρωνικά αφού τον έβλεπα ότι δεν πλησίαζε με τίποτα . Χαιρομουν που ήταν καλά και δεν τον πέτυχε καμία αδέσποτη

Οι γονείς μου αποχώρησαν και τότε κάθησε στην καρέκλα δίπλα μου . Έβαλε το χέρι του στο μάγουλο μου και με φίλησε ήρεμα και γλυκά . Απομακρυνθηκε χωρίς να βγάλει το χέρι του από το μάγουλο μου

" Πώς νιώθεις;" ρώτησε ήρεμα . Οι μαυροι κύκλοι του ήταν εμφανής όσο ποτέ

" Σαν " έκανα μια παύση " Σαν να με πυροβόλησαν " ειπα με δραματικό τόνο και αμέσως γέλασε

" Δεν έχασες την όρεξη σου ε;"

" Μπαα" απαντησα . Με κοίταξε και χαμογέλασε . Ένα δάκρυ του ξέφυγε αλλά το σκούπισε πολύ γρήγορα . Τότε ξαναθυμήθηκα τι έγινε εκείνη την νύχτα . Μου είχε πει πως με αγαπάει και δεν πρόλαβα να του απαντήσω

" Και εγώ σ'αγαπω " του είπα και με κοίταξε αλλά δεν είπε κάτι  " Δεν πρόλαβα να σου απαντήσω τότε και ναιι.." 

" Νόμιζα ότι θα σε έχανα . Γιατί το έκανες αυτό ; Έπρεπε να με άφηνες να σε προστατέψω " παραπονέθηκε

" Δεν είχα χρόνο . Και εκτός αυτού , εμένα ήθελε από την αρχή " του απάντησα γλυκά

" Ναι αλλά σου υποσχέθηκαν ότι δεν θα αφήνα κανέναν να σε πειράξει " είπε και μου ήρθε τότε εκείνη η μέρα στο αμάξι του

Stuck TogetherWhere stories live. Discover now