Έκτορα POV
"ΚΆΝΤΕ στην άκρη " φώναζει κάποιος και εγώ πετάγομαι από τον ύπνο μου . Κοιτάζω το κινητό μου και η ώρα είναι 3 τα ξημερώματα .
Ο γιατρός περπατάει με γρήγορο βημα και μπαίνει στο δωμάτιο της μικρής μου . Κοιτάω τους γονείς της που είναι το ίδιο μπερδεμένοι και τρομοκρατημένοι όσο εγώ
Μετά από λίγο βγαίνει μια νοσοκόμα και φωνάζει τους γονείς της να μπουν μέσα .
" Ξυπνάει " ήταν τι μόνο που είπε και έκανα κίνηση να μπω και εγώ . Αλλά δεν με άφησε
" Μόνο οικογένεια " είπε
" ΚΑΙ ΕΓΩ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΕΙΜΑΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ " ούρλιαξα εξαγριωμένος και τότε από το πουθενά με τράβηξαν δύο σεκιούριτι .
" Δεν το ζω αυτό . ΔΕΝ ΤΟ ΖΩ " ψωναξα και εκείνοι με οδήγησαν στην καφετέρια όπου και με ανάγκασαν να καθήσω . Έβγαλα να καπνίσω
" Απαγορεύεται " είπε ο ένας από τους δύο μπουλιδες
" Δεν πας να συνεχίσεις το σουβλακι σου λέω εγώ " του είπα και τον έσπρωξα για να βγω στο μπαλκόνι .
Παρεσα POV
Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν ο ήχος . Συγκεκριμένα άκουσα μια πολύ γνωστή φωνή να φωνάζει κάτι ακατανόητο . Αλλά ήξερα ότι ήταν δική του .Χαμογέλασα όσο μου επέτρεπαν τα σωληνάκια και το τειπ που είχα στην μούρη μου . Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου και είδα τους γονείς μου .
Η μαμά μου έκλαιγε από χαρά και ο μπαμπάς μου χαμογελούσε ενώ κρατούσε τον ώμο μου . Κοίταξα γύρω γύρω αλλα δεν τον είδα
Τον φαντάστηκα ;
" Πώς είσαι ;" Με ρώτησε ο γιατρός και εγώ κούνησα το κεφάλι μου . Ο σωλήνας που ειχα στον λαιμό μου έκανε τα πάντα δυσκολότερα .
" Λοιπόν . Νομίζω ότι θα σου το βγάλουμε αυτό και θα στο αντικαταστήσουμε με μάσκα αν χρειαστεί " είπε αναφερόμενος στον σωλήνα .
Μετά από κάμποσα λεπτά ήμουν ελεύθερη και αναπνεα κανονικα σαν άνθρωπος . Ήταν περίεργη αίσθηση να έχεις έναν σωλήνα στο λαιμό σου
" Πώς αισθάνεσαι ;" Ρώτησε ο γιατρός για άλλη μια φορά
" Υπέροχα . Θέλω νερό " σχεδόν ψηθιρισα . Η φωνή μου έκλεισε και ήταν στεγνός ο λαιμός μου . Αφού ήπια νερό ρώτησα αυτό που με έκαιγε τόση ώρα .
" Που είναι ο Έκτορας ;"
" Εξω είναι είναι αγάπη μου . Δεν έφυγε καθόλου από εδώ "
" Πες του να ερθει μέσα " ζήτησα
" Φοβάμαι ότι δεν επιτρέπεται " πετάχτηκε μια νοσοκόμα και της έριξα ένα βλέμμα που σκότωνε
" Νομίζω ότι θα είναι μια χαρά Μαργαρίτα" είπε ο γιατρός και τότε βγήκαν όλοι έξω εκτός από τους γονείς μου .
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε . Με κάρφωσε με αυτό τα δύο του πράσινα μάτια . Έκανε ένα βήμα διστακτικά
" Πλησίασε δεν δαγκώνω " είπα ειρωνικά αφού τον έβλεπα ότι δεν πλησίαζε με τίποτα . Χαιρομουν που ήταν καλά και δεν τον πέτυχε καμία αδέσποτη
Οι γονείς μου αποχώρησαν και τότε κάθησε στην καρέκλα δίπλα μου . Έβαλε το χέρι του στο μάγουλο μου και με φίλησε ήρεμα και γλυκά . Απομακρυνθηκε χωρίς να βγάλει το χέρι του από το μάγουλο μου
" Πώς νιώθεις;" ρώτησε ήρεμα . Οι μαυροι κύκλοι του ήταν εμφανής όσο ποτέ
" Σαν " έκανα μια παύση " Σαν να με πυροβόλησαν " ειπα με δραματικό τόνο και αμέσως γέλασε
" Δεν έχασες την όρεξη σου ε;"
" Μπαα" απαντησα . Με κοίταξε και χαμογέλασε . Ένα δάκρυ του ξέφυγε αλλά το σκούπισε πολύ γρήγορα . Τότε ξαναθυμήθηκα τι έγινε εκείνη την νύχτα . Μου είχε πει πως με αγαπάει και δεν πρόλαβα να του απαντήσω
" Και εγώ σ'αγαπω " του είπα και με κοίταξε αλλά δεν είπε κάτι " Δεν πρόλαβα να σου απαντήσω τότε και ναιι.."
" Νόμιζα ότι θα σε έχανα . Γιατί το έκανες αυτό ; Έπρεπε να με άφηνες να σε προστατέψω " παραπονέθηκε
" Δεν είχα χρόνο . Και εκτός αυτού , εμένα ήθελε από την αρχή " του απάντησα γλυκά
" Ναι αλλά σου υποσχέθηκαν ότι δεν θα αφήνα κανέναν να σε πειράξει " είπε και μου ήρθε τότε εκείνη η μέρα στο αμάξι του
YOU ARE READING
Stuck Together
Teen Fiction" Άμα σε πιασω στα χέρια μου ,Έκτορα , θα σε γδάρω ζωντανό" φώναξα εξαγριωμένη και έτρεξα προς το σαλόνι όπου πήγε ο ηλίθιος αυτού του σπιτιού