Βγήκα χαμογελαστή από το ανθοπωλείο και κρατώντας ένα μπουκέτο με ροζ τουλίπες στην αγκαλιά μου. Η παλιά πολυκατοικία που στέγαζε το καινούριο μου διαμέρισμα δεν ήταν πολύ μακριά αν πήγαινα από αυτό το στενό.
Όσο περπατούσα ανάμεσα από τα γκρίζα κτίρια και τους θορυβώδεις δρόμους της Αθήνας, σκεφτόμουν πως η ζωή μου θα άλλαζε ριζικά από εδώ και πέρα. Όχι μόνο επειδή αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της μαμάς προτού μπει στο αμάξι και πάρει τον δρόμο της επιστροφής για τα Γιαννιτσά μαζί με τον πατέρα μου, αλλά επειδή βρισκόμουν μόνο δύο εβδομάδες στην Αθήνα και ένιωθα ήδη άλλος άνθρωπος.
Αρχικά, ήμουν μία πρωτοετής φοιτήτρια ιατρικής πλέον. Ο εφιάλτης των Πανελληνίων για εμένα θεωρούταν κιόλας παρελθόν. Ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο αναμνήσεις από σφηνάκια, μουσικές και χορούς. Τώρα βρισκόμουν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Με δικό μου σπίτι, χωρίς γονείς, ανεξάρτητη, λιγάκι αγχωμένη και πολύ χαρούμενη.
Με το που μπήκα στο διαμέρισμα η μουσική ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στα αυτιά μου. Μου κόπηκε η ανάσα για μία στιγμή, θα ήμουν πολύ άτυχη αν μέσα σε δυο βδομάδες κλέφτες είχαν μπει εδώ μέσα και μάλιστα ημέρα μεσημέρι.
Προχώρησα σχεδόν αθόρυβα προς το δωμάτιο όπου ακουγόταν η μουσική και έκρυψα το σώμα μου πίσω από τον τοίχο. Το σαλόνι ήταν όπως το είχα αφήσει και με μία πρόχειρη ματιά δεν φαινόταν τίποτα αλλαγμένο. Μερικά μπουκάλια μπύρας μονάχα στο ξύλινο τραπεζάκι και... Ένα ξαπλωμένο σώμα στον καναπέ μου.
Συγγνώμη, ποιος ήταν αυτός που κοιμόταν τόσο άνετα σπίτι μου; Η μόνη θέα ήταν το πίσω μέρος του σώματός του αφού ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα. Πήρα στα χέρια μου ένα άδειο μπουκάλι από το ξύλινο τραπέζι και έβγαλα το κινητό από την πίσω τσέπη του τζιν ώστε να τηλεφωνήσω στην αστυνομία.
Δεν το πιστεύω ότι είμαι τόσο άτυχη ρε γαμώτο! Σκεφτόμουν ενώ μόνο που δεν έτρεμα.
Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι ένας άγνωστος κοιμόταν στο σπίτι μου. Και είχε και θράσος με την ξαφνική του κίνηση προς εμένα. Με το που ακούμπησε τον καρπό μου τρόμαξα τόσο πολύ που το κινητό έπεσε από τα χέρια μου και εγώ έκανα πέντε βήματα πίσω.
Από μέσα μου, έβριζα τον εαυτό μου που πιθανόν το σπρέι πιπεριού, που μου έδωσε ο μπαμπάς πριν φύγει, βρισκόταν ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι στο υπνοδωμάτιο.
"Άννα;" έτριψε το πρόσωπό του και με κοίταξε καλά καλά. Από πάνω μέχρι κάτω.
Ε, δεν το πιστεύω...
BẠN ĐANG ĐỌC
F*ck buddies
Lãng mạn- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σιγουρευτείς ότι είμαι έτοιμη; απάντησα ξεφυσώντας. - Υποσχέσου ότι δεν θα με ερωτευτείς μετά απ' αυ...