"ΗΡΘΑΜΕ"

1.2K 27 0
                                    

Λέρος, χειμώνας 1968

Ο Λάμπρος καθόταν μέσα στο μικρό σπίτι, δίπλα στη σόμπα που του εξασφάλιζε κάποια ζεστασιά. Κάθε διαθέσιμο οίκημα στο νησί είχε χρησιμοποιηθεί από τους εντολοδόχους του καθεστώτος για τη "φιλοξενία" των εξόριστων, που ως επί το πλείστον στοιβάζονταν πια στα προχείρως στημένα στρατόπεδα. Εκείνον, πιθανώς επειδή ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στο νησί, τον είχαν στείλει σ' εκείνο το μικρό παράπηγμα, έπειτα από περίπου δυο βδομάδες παραμονής στα ασφυκτικά γεμάτα στρατόπεδα. Ίσως είχε παίξει ρόλο και η καλή διαγωγή που πάσχιζε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει. Το σπιτάκι έμοιαζε να είχε κατοικηθεί παλιότερα, καθώς διέθετε τη σόμπα, μερικά απλά έπιπλα και ένα μικρό κουζινάκι.

Εκείνη την εβδομάδα, το κρύο ήταν τσουχτερό και, μέρα με τη μέρα, χειροτέρευε. Οι καταναγκαστικές γεωργικές εργασίες, οι οποίες το καλοκαίρι και το φθινόπωρο εξαντλούσαν τους εξόριστους, μέσα στο καταχείμωνο, είχαν διακοπεί. Μόνη συντροφιά του Λάμπρου, τα βιβλία που είχε φέρει μαζί του, κι ας τα είχε διαβάσει αμέτρητες φορές το καθένα. Συνήθως πάσχιζε να συγκεντρωθεί στις αράδες τους, αφού ο νους του κάθε λίγο έτρεχε ανεξέλεγκτα σε κείνη. Κι άμα το κατάφερνε, μια λέξη, μια φράση, ένας στίχος έφερνε τη μορφή της πάλι μπροστά του. Ειδικά τις τελευταίες νύχτες, ο ύπνος του ταραζόταν από εφιάλτες. Η Ελένη, από κάπου, του φώναζε να την βοηθήσει, τον ίδιο μάλλον κάποιος τον καταδίωκε, όμως πεταγόταν τρομοκρατημένος, πριν τη φτάσει. Τα γράμματα που είχε λάβει δεν τον καθησύχαζαν καθόλου, ίσα ίσα. Συνοπτικά και αόριστα τα λόγια της, πιθανότατα εξαιτίας του φόβου της λογοκρισίας, μα ο Λάμπρος το ένιωθε. Κάτι δεν πήγαινε καλά... Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις σελίδες εμπρός του, πριν χάσει την ψυχραιμία του και εκτονώσει την οργή του σε κάθε έπιπλο του δωματίου.

~~~~~~~~~~

Κάποια μέτρα μακριά, μέσα στον παγερό αέρα, η Ελένη κατευθυνόταν προς το σπιτάκι. Είχε φτάσει στο νησί πριν από αρκετή ώρα. Ευτυχώς, η προχωρημένη της εγκυμοσύνη δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Είχε ταξιδέψει ατελείωτες ώρες, είχε μπει πρώτη φορά στη ζωή της σε καράβι, αλλά δεν είχε νιώσει καμία ενόχληση. Το μωρό είχε κουρνιάσει μέσα της, μόνο που και που το ένιωθε να κινείται αμυδρά, σαν σημάδι ότι όλα ήταν καλά. Μόλις αποβιβάστηκε, το φως του ήλιου έκανε τα μάτια της να τσούξουν και να μισοκλείσουν. Στοιβαγμένη στα έγκατα του πλοίου μαζί με τόσους άλλους, δεν είχε καταλάβει ούτε πόσες ώρες είχαν περάσει, ούτε ότι ο ήλιος θα χε ανατείλει πια και θα βρισκόταν τόσο ψηλά στον ουρανό. Στάθηκε στην ουρά, έδωσε το όνομα της, πέρασε τον έλεγχο όπως όλοι οι εξόριστοι και ρώτησε πού θα έβρισκε το σύζυγο της. "Σόι πάει το βασίλειο σε σας;" την σάρκασε ο δεσμοφύλακας. "Σεβαστού!" κάγχασε, "Χαράμι το επίθετο που κουβαλάτε, μου θέλετε και να αναπαραχθείτε, ρεμάλια... Τράβα σε κείνο το δρόμο, τελευταίο σπίτι", της είπε με φωνή γεμάτη υποτίμηση. Η Ελένη έσφιξε τα δόντια να μην αντιδράσει, με την ίδια δύναμη που φανταζόταν τα χέρια της να σφίγγουν το λαιμό εκείνου του ελεεινού.

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now