Έχοντας ανακτήσει το χαμόγελο και την πίστη στον εαυτό του, ο Λάμπρος πήρε χαρτί και στυλό κι έκατσε στο τραπέζι. Μασουλούσε κοιτώντας το χαρτί άπραγος, καμία λέξη δεν του φαινόταν αρκετή για να περιγράψει την ευτυχία του, πού να αρχίσει και πού να τελειώσει με όσο είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Μα και τα λόγια να 'βρισκε, και να τα 'βαζε στη σειρά, πάλι δεν θα προλάβαινε να γράψει ούτε αράδα...
Η σειρήνα που διέλυσε την ησυχία του νησιού τους αναστάτωσε όλους. Φύλακες είχαν ξαμοληθεί και βαρούσαν κάθε πόρτα. "Στα στρατόπεδα όλοι σας, κοπρόσκυλα! Άντρες γυναίκες! Κουνηθείτε!", φώναζαν άγρια. Η Ελένη και ο Λάμπρος τινάχτηκαν και κοιτάχτηκαν έντρομοι όταν ένα χτύπημα και στη δική τους πόρτα έκανε θαρρείς όλο το παράπηγμα να σειστεί. "Λάμπρο, μη! Μην πας!" τον παρακάλεσε. "Δεν... δε γίνεται... Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει. Εσείς μην το κουνήσετε, κάτσε... κάτσε με το μωρό από δω στο τραπέζι, να μην φαίνεστε... Και κράτα την ήσυχη, για το Θεό, μην σας ακούσουν..." της είπε μες το άγχος. "Θα γυρίσω γρήγορα, ψυχές μου", υποσχέθηκε πριν βγει, λες και ήταν στο χέρι του.
~~~~~~~~~~
Όσα άκουγε στο στρατόπεδο έκαναν το μυαλό του να θολώνει, λέξη λέξη. Πάλι καταναγκαστικές εργασίες για όλους, κι ας ήταν ακόμα ο καιρός αντίξοος και το κρύο τσουχτερό τις περισσότερες μέρες. Αγγαρείες χωρίς νόημα, υποψιαζόταν ο Λάμπρος, με μόνο σκοπό την εξουθένωση τους. "Μάλλον μαζευτήκαμε πολλοί και τους κόβουμε τον αέρα που αναπνέουν", σκέφτηκε. "Δεν θα σας έχουμε εδώ για παραθέριση", τους είχε σαρκάσει ο χωροφύλακας που έκανε τις ανακοινώσεις. Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε καμιά ταλαιπωρία, αλλά η Ελένη και το μωρό; Πώς θα της έλεγε ότι και πάλι θα έπρεπε να τις αποχωρίζεται; Κι αν τους συνέβαινε κάτι, όσο έλειπε; Αν πάθαινε ο ίδιος κανένα κακό; Η Λενιώ ήταν αδύναμη ακόμα, δεν θα τα 'βγαζε πέρα μόνη με το νεογέννητο. Την σκέψη ότι θα ανάγκαζαν και κείνη σε κάποια, κατ' ευφημισμόν, εργασία, μαρτύριο στην ουσία, ούτε να την κάνει δεν ήθελε. Πόσο θα θελε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την αισχρή κακομεταχείριση όλων των εξόριστων, μα μια σφαίρα θα μπορούσε να τον κάνει να σωπάσει για πάντα. Το βλέμμα του, ανήσυχο, έψαξε μέσα στο πλήθος τον Πανάγο. Στεκόταν μέτρα μακριά του, ανέκφραστος, όπως απαιτούσε το καθήκον του. Το μόνο που μπορούσε να εύχεται ο Λάμπρος ήταν πως ο μοναδικός τους σύμμαχος θα μπορούσε να κάνει κάτι, για ακόμα μια φορά...
~~~~~~~~~~
Ασάλευτος, στην άκρη του στρατοπέδου, με βλέμμα τάχα στο κενό, εντοπίζω μες το πλήθος των εξόριστων το Λάμπρο. Η ματιά του στιγμιαία καρφώθηκε πάνω μου, και ήταν σαν να μου μετέδωσε όλο τον πανικό του. Πιέζω το μυαλό μου να δουλέψει. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, να φυλάξω έστω τη γυναίκα, κατά συνέπεια και το βρέφος. Ρίσκο κι αυτό, μα δεν φοβάμαι να το πάρω. Όμως πρέπει να χωθώ στα γραφεία αυτή τη στιγμή, που οι περισσότεροι είναι στο στρατόπεδο. Αν με πάρει κάνα μάτι, θα βρω μια δικαιολογία. Ότι έχω μια εντολή, κάτι, ό,τι να ναι... Μόνο δυο φρουροί μέσα, κι αυτοί πλάτη σε μένα, χασκογελάνε με το θέαμα στο στρατόπεδο. Γαϊδούρια! Κατευθύνομαι προς το γραφείο όπου βρίσκονται οι λίστες των ατόμων για τις διάφορες εργασίες. Ευτυχώς, το όνομα της Ελένης είναι στα πρώτα φύλλα. Αρπάζω ένα στυλό, το μουτζουρώνω καλά καλά και σχεδιάζω δίπλα του ένα σταυρό, σημάδι ότι έχει τάχα εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Με άλλους τόσους σταυρούς πάνω και κάτω απ' τ' όνομα της, σιγά μην δώσει κανείς σημασία. Η δουλειά μας να λένε ότι γίνεται... Τυχαίνει να έχω και νυχτερινή βάρδια σήμερα, θα φροντίσω να ενημερώσω με ένα σύντομο σημείωμα το Λάμπρο, να ηρεμήσει και κείνος ο χριστιανός. Σύζυγος και νέος πατέρας είναι, καταλαβαίνω τι αντάρα θα χει στην ψυχή του...
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.