Αύγουστος 1969
Ο Λάμπρος έστρωνε τραπέζι για το μεσημεριανό τους, ενώ οι χαρωπές φωνές και οι τσιρίδες της κόρης του, σε συνδυασμό με τα γέλια της Ελένης στην κάμαρη ξεσήκωναν τον τόπο. Ασυναίσθητα χαμογελούσε, κουνώντας το κεφάλι σε παραίτηση. Κάθε μέρα η ίδια κατάσταση, αφού η μικρή αντιστεκόταν σθεναρά στον μεσημεριανό ύπνο, με χίλια καμώματα. Οι φωνές κόπασαν μόλις το τραπέζι ήταν έτοιμο. Ο Λάμπρος γέμισε κρασί τα ποτήρια τους, κάθισε και την περίμενε. Ένα λεπτό μετά, η Λενιώ φάνηκε στην πόρτα, κατάκοπη από τον άθλο.
"Σου έβγαλε την ψυχή και σήμερα", διαπίστωσε γελώντας ο Λάμπρος.
"Εμ δεν την άκουγες; "Νιω μου" και "Μπο μου" όλη την ώρα και δως του τούμπες και χαχανητά", απάντησε και κάθισε στο τραπέζι.
Εννοείται ότι μπορούσε να πει "μαμά" και "μπαμπά" η ενάμιση έτους κόρη τους. Δυνατά και πεντακάθαρα. Αλλά φαίνεται πως εκδήλωνε ήδη μια ατίθαση φύση, μια τάση να πηγαίνει κόντρα στις στερεοτυπικές συμπεριφορές, οπότε προτιμούσε να μιμείται τα "Λενιώ μου" και "Λάμπρο μου", τα οποία άκουγε συνεχώς από τα χείλη των γονιών της. Κι εκείνοι το 'βρισκαν τόσο χαριτωμένο, ώστε την σιγοντάριζαν συνεχώς να το κάνει.
"Απ' την ανατολή του ήλιου στο πόδι, ασταμάτητη η σουσουράδα! Δεν γίνεται ζάφτι με τίποτα πια", έκανε απηυδισμένη η Ελένη, "απορώ πού έμοιασε!"
Ο Λάμπρος δε μίλησε, μόνο σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και την κοίταξε καλά υψώνοντας το ένα φρύδι.
"Και συ, Σταμίρη, όμως, δεν καθόσουν φρόνιμα. Σ' άκουγα τι γαργαλητά έκανες στο παιδί, πού να κοιμηθεί το καημένο μετά;" την επέπληξε τάχα, ξεμπλέκοντας μια μπούκλα της που είχε κακοπεράσει στα χέρια της μικρούλας.
"Τι να κάνω, μωρέ Λάμπρο, πώς ν' αντισταθώ;" παραπονέθηκε. "Και στο κάτω κάτω, ανάλαβε εσύ αυτήν τη δουλειά αν θεωρείς ότι το κάνεις καλύτερα", συνέχισε τσατισμένη άξαφνα. "Θες να θυμηθώ πως, όταν μπήκα στην κάμαρη χτες, εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού και το μωρό θα 'τρωγε τα μούτρα του απ' το κρεβάτι;"
"Είπα χίλιες συγνώμες βρε αγάπη μου", απολογήθηκε. "Αφού δεν είχα κοιμηθεί καλά το βράδυ, ήμουνα κουρασμένος", είπε με νόημα για να ελαφρύνει τη θέση του.
"Ναι! Πες ότι σε κουράζουμε κιόλας!" του αντιγύρισε φανερά εκνευρισμένη.
"Ας φάμε", πρότεινε ο Λάμπρος σαστισμένος, για να αποφύγει χειρότερη κατσάδα.
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.