Έχουν περάσει δέκα μέρες από τότε που οι καταναγκαστικές εργασίες ξεκίνησαν πάλι. Δέκα μέρες μας τρέχουν σε κάθε άσκοπη αγγαρεία, με τους φρουρούς σαν κέρβερους πάνω απ' τα κεφάλια μας, να ξεστομίζουν βρισιές και να χειροδικούν με την πρώτη ευκαιρία. Θέλουν να μας εξαντλήσουν, σωματικά και ψυχικά, με κάθε τρόπο. Κάθε μέρα περπατάμε για ώρα, και, μέχρι να δω ότι όντως μας πάνε σε εργασίες, η ψυχή μου τρέμει. Προσπαθώ να μην τους προκαλέσω, ευτυχώς μάλλον έχω γερό σκαρί και αντέχω κάθε κούραση. Η δύναμη μου, άλλωστε, δεν είναι στα χέρια μου, ούτε στα δικά τους. Κρύβεται καλά στην αγκαλιά της Λενιώς μου και στα ματάκια της κόρης μας. Όσο είναι αυτές καλά, θα είμαι και γω.
Σήμερα μας τραβολόγησαν στην άλλη άκρη του νησιού, να οργώσουμε ένα μέρος που θα γίνει χωράφι, λέει. Μια έκταση όλο ξερό χώμα και πέτρα, τι να φυτρώσει εκεί μέσα. Η ώρα πέρασε, κόντευε να σουρουπώσει, μας σταμάτησαν απ' το όργωμα, μα δεν μας γυρνούσαν πίσω. Η απόσταση απ' τα στρατόπεδα ήταν μεγάλη και ο ήλιος κόντευε να πέσει για τα καλά. Καψόνι κανονικότατο μας έκαναν, μα όσοι άντρες ήμασταν εκεί, συμφωνήσαμε βουβά να μην πούμε λέξη. Στην καλύτερη, θα τρώγαμε ξύλο, στην χειρότερη, θα μας εκτελούσαν εν ψυχρώ. Καθόμασταν και περιμέναμε πότε θα βαρεθούν και οι ίδιοι οι φύλακες το αστείο τους. Με ελάχιστο φως πια, ξαφνικά έβαλαν τις φωνές για να επιστρέψουμε στα στρατόπεδα και στα σπίτια, λες κι εμείς τους είχαμε καθυστερήσει. Στο μυαλό μου μόνο η Λενιώ και η κόρη μας. Έτρεμα μην μας είχαν κρατήσει επίτηδες μακριά τόσο πολύ, μήπως ήταν σχέδιο για να προκαλέσουν κακό σε γυναίκες και παιδιά. Τα πόδια μου κινούνταν μηχανικά, σχεδόν έτρεχαν, με πήγαιναν μόνα τους προς το σπίτι, αφού το μυαλό μου ήταν σταματημένο.
Σταματώ δυο βήματα απ' την πόρτα του μικρού σπιτιού μας. Σκοτάδι πια. Καταλαβαίνω ότι έχω λαχανιάσει, στέκομαι να πάρω μια ανάσα. Αφουγκράζομαι την ησυχία σε όλο το νησί, την εκλαμβάνω σαν καλό σημάδι, για κάποιο λόγο. Βήματα κάπου ξοπίσω μου, δυο φρουροί, τύφλα στο μεθύσι, έχουν τάχα βγει για περιπολία. Δεν θα βρεθεί κανένας βράχος μπροστά σας να γκρεμοτσακιστείτε, μοσχάρια; Δεν διακινδυνεύω να μείνω άλλο έξω, συν ότι τα πόδια μου δεν βαστάνε πια.
Ανοίγω αργά την πόρτα και μπαίνω στο σπίτι, σχεδόν αθόρυβα. Κάποιες φορές, όταν επιστρέφω, η Ελένη μου κοιμάται δίπλα στο μωρό μας, νικημένη απ' την κούραση και δεν θέλω να την ενοχλήσω. Αλλά σήμερα δεν είναι έτσι. Μέσα στο ημίφως από τη σόμπα, βλέπω ότι η κόρη μας κοιμάται στο ράντζο μου. Από τη Λενιώ διακρίνω μόνο την πλάτη της, στραμμένη σε μένα και καμπουριασμένη. Το κεφάλι της είναι χωμένο στο μαξιλάρι, το κλάμα της δεν ακούγεται, αλλά οι ώμοι της τραντάζονται απ' τ' αναφιλητά. Θα ανησύχησε, θα πανικοβλήθηκε το κορίτσι μου, που άργησα τόσο! Παραδομένη στο φόβο της, δεν έχει καταλάβει πως στέκομαι πίσω της. Δεν αντέχω να την βλέπω έτσι. "Λενιώ μου", της λέω σιγανά για να μην τρομάξει, "Λενιώ μου, ήρθα, γύρισα, καρδιά μου". Ο λυγμός της κόβεται μαχαίρι, σηκώνει αργά το κεφάλι, με κοιτά σαν να μην το πιστεύει. Πετάγεται πάνω, χώνεται στην αγκαλιά μου και κλαίει ξανά, αυτή τη φορά με ανακούφιση. Την χαϊδεύω, την φιλώ στην κορυφή του κεφαλιού. "Σώπα, Λενάκι μου, εδώ είμαι". Τα χέρια της με σφίγγουν στη μέση, και αυτό με κρατά ακόμα όρθιο, παρά την κούραση μου. "Τρόμαξα, Λάμπρο, τρόμαξα πολύ, τι έγινε;" με ρωτά με ραγισμένη φωνή. "Τίποτα, κορίτσι μου, τίποτα, όλα είναι εντάξει. Είστε καλά και οι δύο, έτσι;" "Ναι, είμαστε εντάξει, θα πέθαινα απ' την αγωνία, τι σας έκαναν;" Ψηλαφίζει το σώμα μου με πανικό, μην με χτύπησαν, μη μου χουν κάνει κανένα κακό. Ήθελα να απαντήσω, μα τα πόδια μου λυγούσαν πια. "Λενιώ μου, άσε με να καθίσω," της ζητάω και σωριάζομαι στην καρέκλα μπροστά μου.
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.