ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

489 22 0
                                    

Την ώρα που η κυρά-Άννα επέστρεφε στο παράπηγμα της, ο Λάμπρος έριχνε καινούργιο κούτσουρο στη σόμπα και τακτοποιούσε τα λιγοστά τρόφιμα που τους αναλογούσαν από την πρωινή διανομή. Οι άνθρωποι που είχε συναντήσει, ψάχνοντας απεγνωσμένα βοήθεια όταν η Ελένη έφτασε στη Λέρο, δεν τον είχαν ξεχάσει. Συχνά του έδιναν στα κρυφά ό,τι μπορούσαν από τα δικά τους φαγώσιμα. Δεν τους περίσσευαν τα τρόφιμα, τους περίσσευε όμως η ανθρωπιά. Ο Λάμπρος πάντα εντυπωσιαζόταν από το μεγαλείο ψυχής εκείνων των βασανισμένων ανθρώπων. Ανησυχούσε, όμως, και σε μεγάλο βαθμό. Πρώτα για την υγεία της Λενιώς και του μωρού σ' εκείνο το ακατάλληλο περιβάλλον. Ύστερα, ήλπιζε να σταθεί επάξια στο πλευρό της γυναίκας τους σαν ερχόταν το παιδί τους, να μπορέσει να τους φροντίσει σωστά, να είναι χρήσιμος, να μην πελαγώσει. Παράλληλα, λαχταρούσε σαν τρελός να γνωρίσει το θαύμα τους, την ενσάρκωση της αγάπης τους. Μπροστά στην Ελένη, πρόσεχε να δείχνει πάντα ήρεμος, να μη φανερώνει τις δικές του αγωνίες. Μετά την επίσκεψη της κυρίας Άννας, ένιωθε πάντα πιο ανακουφισμένος και αισιόδοξος για την μεγάλη αλλαγή που ερχόταν στη ζωή τους. Μακάρι να μπορούσε να ευχαριστήσει τον Πανάγο που την είχε στείλει να τους συμπαραστέκεται, μα αυτό ήταν αδύνατο και το ήξερε. Το έκανε νοερά, παρ' όλα αυτά.

Η Ελένη ήταν ξαπλωμένη, όπως και τις περισσότερες ώρες της μέρας, τελευταία. Είχε βαρύνει αρκετά, συχνά ένιωθε ατονία, καθώς πολλές νύχτες δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Πόνοι και ενοχλήσεις την ταλαιπωρούσαν και στον ύπνο. Έσφιγγε τότε ενστικτωδώς το χέρι του Λάμπρου - πάντα χέρι χέρι κοιμόντουσαν - εκείνος πεταγόταν και παρέμενε ξύπνιος μαζί της, μέχρι να σιγουρευτεί πως δεν υπήρχε κίνδυνος. Από το λίγο φαγητό που είχαν έτρωγε μόνο μερικές μπουκιές, κι ας τη μάλωνε ο Λάμπρος, αφού μετά μπορεί να υπέφερε από στομαχόπονο και καούρες. Οι παραμικρές κινήσεις τη δυσκόλευαν και την κούραζαν πια. Όποτε ένιωθε καλύτερα, έβγαινε για λίγο έξω με το Λάμπρο, να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα και να αγναντέψει τη θάλασσα, που κάθε φορά γαλήνευε και τους δύο.

~~~~~~~~~~

Εκείνη την ώρα, παρά την επίσκεψη της κυρά-Άννας και τα κατευναστικά λόγια της, στην ψυχή της Ελένης ξεκινούσε τρικυμία. Η μαία έλεγε ότι είναι φυσιολογικό να ζορίζεται την τελευταία περίοδο της εγκυμοσύνης, όμως εκείνης όλη αυτή η εξασθένιση της προκαλούσε τρόμο. Με τι αντοχές θα γεννούσε το παιδί της, πώς θα το φρόντιζε μετά; Κι αν η κατάσταση της σήμαινε ότι κάτι δεν πήγαινε σωστά; Το λάτρευε αυτό το πλασματάκι, από τότε που ανακάλυψε ότι το κουβαλούσε μέσα της. Ήταν θαύμα που είχε καταφέρει να γαντζωθεί και να μεγαλώσει στην τραυματισμένη μήτρα της. Μέχρι να άκουγε το πρώτο του κλάμα, η αγωνία είχε ριζώσει στην ψυχή της. Αν πάθαινε κάτι το παιδί της, η καρδιά της θα σταματούσε την ίδια στιγμή. Με το βλέμμα καρφωμένο στο Λάμπρο, ακολουθούσε κάθε κίνηση του, ενώ αγκάλιαζε προστατευτικά την κοιλιά της και με τα δύο χέρια. Από την προηγούμενη μέρα, ένας επιπλέον, καινούργιος φόβος είχε σφηνωθεί στο μυαλό της. Ο Λάμπρος την πρόσεξε, με την άκρη του ματιού του, και ψυχανεμίστηκε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Παράτησε ό,τι έκανε και κάθισε δίπλα της.

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now