ΑΓΑΠΗ

401 19 0
                                    

Ο Λάμπρος και η Ελένη έπιασαν το νήμα της παλιάς τους ζωής γρήγορα, σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα. Ήταν αποφασισμένοι να χτίσουν επιτέλους τη ζωή που τόσα χρόνια ονειρεύονταν, χωρίς να επιτρέψουν σε τίποτα και σε κανέναν να σταθεί εμπόδιο. Ο ενθουσιασμός των αγαπημένων και των συγχωριανών τους για την επιστροφή τους συνέβαλε πολύ σε αυτό, αφού εκείνοι αποτέλεσαν τη στρατιά που φρουρούσε το νέο τους ξεκίνημα.

Το πρωινό μετά την άφιξη τους στο Διαφάνι, ξύπνησαν νωρίτερα από το μωρό. Απόλαυσαν τη θαλπωρή του σπιτιού τους και τη γαλήνη του τοπίου, καθώς ο ήλιος, λίγο μετά την ανατολή του, ανηφόριζε στον ουρανό σκορπώντας τις ακτίνες του εδώ και κει. Ο ύπνος στο κρεβάτι τους, που τους φαινόταν εξαιρετικά άνετο και τεράστιο, τους είχε αναζωογονήσει πλήρως. Παράλληλα, προσπαθούσαν να προετοιμαστούν για την στιγμή που θα ξανάβλεπαν τους δικούς τους ανθρώπους. Ένιωθαν ανίκανοι να προγραμματίσουν, δεν ήξεραν από πού να ξεκινήσουν, πώς έπρεπε να γίνει, ποιος ήταν ο σωστός τρόπος. Κατά βάθος, ήθελαν να αφήσουν τη μοίρα να πάρει πρωτοβουλία σ' αυτό το ζήτημα...

~~~~~~~~~~

Την ώρα που η κόρη τους ακούστηκε να παραπονιέται για το άδειο της στομαχάκι, η Ασημίνα και η Δρόσω έπαιρναν ανυποψίαστες το Σέργιο για να περάσουν λίγο χρόνο στο πατρικό τους. Μαρμαρωμένες, κοιτούσαν αποσβολωμένες την αδερφή τους να θηλάζει το βρέφος και το γαμπρό τους να ψήνει καφέδες, πριν αρχίσουν να ξεφωνίζουν από χαρά. Ο Σέργιος χοροπηδούσε και τσίριζε που ξανάβλεπε τους λατρεμένους του θείους. Έτρεξε στην αγκαλιά του Λάμπρου, ρίχνοντας τον κάτω απ' την ορμή του. Σφιχταγκαλιασμένοι έμειναν στο πάτωμα, με τις τρεις γυναίκες να παρακολουθούν την επανένωση τους, με ανάσα κομμένη απ' τη συγκίνηση. "Μου έλειψες πολύ, θείε Λάμπρο". "Και μένα, παλικαράκι μου". "Θέλω να ξαναρθείς εσύ στο σχολείο". "Θα ξανάρθω, Σέργιε". Μετά από μερικές στιγμές, ο Λάμπρος ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και ανασηκώθηκε. "Δεν γύρισα μόνος μου, όμως, μικρέ κύριε. Κάποιες περιμένουν να σε χαιρετήσουν". Ο Σέργιος τύλιξε σφιχτά τα χεράκια του γύρω από την Ελένη. "Θεία, γιατί έλειψες τόσο πολύ; Ο μπαμπάς μου πήρε καινούργιους βόλους, θα τους φέρω αύριο να παίξουμε!" αποφάσισε εύθυμα. "Βέβαια, αγοράκι μου! Πόσο μεγάλωσες, ολόκληρο αντράκι έγινες", του απάντησε βουρκωμένη. Ο Σέργιος ενθουσιάστηκε με τη μικροσκοπική ξαδερφούλα του, στην οποία συστήθηκε και υποσχέθηκε παντοτινή αγάπη και προστασία. Ύστερα ζήτησε από το θείο του να παίξουν μαζί στον κήπο.

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now