Σαν υπνωτισμένοι, σαν να είχαν μεταφερθεί στη σφαίρα της φαντασίας, σαν πρωτόπλαστοι που τους επετράπη ξανά η είσοδος στον παράδεισο, ο Λάμπρος και η Λενιώ περπάτησαν από τη στάση του λεωφορείου ως το σπίτι τους. Η ολάνθιστη φύση, το ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι και το θρόισμα στα φύλλα των λευκών τους καλωσόρισαν. Κοιτούσαν γύρω και δεν το πίστευαν ότι βρίσκονταν ξανά εκεί, στο δικό τους παράδεισο. Στις ρίζες τους, στο μέρος που, όσο κι αν αγαπούσαν, λίγο καιρό πριν έπρεπε να πείσουν τους εαυτούς τους ότι ίσως δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ. Το βλέμμα τους ρουφούσε κάθε εικόνα, κάθε κίνηση, κάθε ήχο, με φόβο πως αυτή η παραίσθηση θα χανόταν βίαια από μπροστά τους. Το μωρό, λες και διαισθανόταν την αγαλλίαση τους, έβγαζε που και που μικρές, γλυκές φωνούλες, συμβάλλοντας στην μαγεία των στιγμών.
Κανένα σημείο ζωής δεν φαινόταν στο Σταμιρέικο. Η Ελένη το ερμήνευσε ως σημάδι ότι η ζωή των αδερφών της κυλούσε όπως είχε μάθει απ' τα λιγοστά γράμματα που είχαν παραλάβει στη Λέρο. Ευχόταν, μόλις αντάμωναν, να διαπιστώσει πως είχαν δημιουργήσει την ευτυχισμένη ζωή που επιθυμούσαν. Φυσικά, όπως και μετά τη γέννηση της κόρης τους, ο Λάμπρος είχε στείλει γράμμα ανακοινώνοντας την επιστροφή τους, όμως κατά πάσα πιθανότητα αν έφτανε, θα έφτανε μετά από τους ίδιους. Δεν γνώριζαν αν υπήρχε άλλος τρόπος να ενημερωθούν οι δικοί τους γι' αυτήν την εξέλιξη. Προς το παρόν, μόνοι τους, είχαν όλο το χρόνο να συνειδητοποιήσουν πως όσα ζούσαν ήταν πραγματικότητα.
Ήταν ακατοίκητο το σπίτι τους, αλλά καθαρό και περιποιημένο, θαρρείς έτοιμο να τους υποδεχτεί. Ανέβηκαν τα σκαλιά αργά, επιτρέποντας σε όλο τους το πέλμα να πατήσει στιβαρά σε κάθε σκαλοπάτι, καθώς το σώμα τους ερχόταν σε πρώτη επαφή με την ύλη του. Ο Λάμπρος έβγαλε απ' τη τσέπη του το κλειδί, εκείνο που η Ελένη αρνήθηκε στον εαυτό της ν' αφήσει πίσω φεύγοντας. Άνοιξαν κι έκαναν κάνα δυο δειλά βήματα στο εσωτερικό. Τα πάντα ήταν απαράλλαχτα, μα ένιωθαν σαν να είχαν μπει στο πιο πολυτελές ανάκτορο. Ο Λάμπρος, που είχε στερηθεί το σπιτικό τους για μεγαλύτερο διάστημα, άρχισε να κάνει ακανόνιστα βήματα πέρα δώθε, όταν η ματιά του καρφώθηκε στην φωτογραφία του γάμου τους. Την άγγιξε ευλαβικά, με νοσταλγία. Πώς γινόταν εκείνη η ζωή να έμοιαζε τόσο μακρινή, αλλά παράλληλα σαν να μην είχε διαταραχτεί ποτέ; Τι τον γέμιζε σιγουριά πως, με την επόμενη ανατολή, η μέρα τους θα κυλούσε σαν να μην είχαν φύγει ποτέ από το σπίτι τους;
Στράφηκε προς την Ελένη. Την πηγή της σιγουριάς του. Δεν είχε τολμήσει να κάνει άλλο βήμα, μήτε να ακουμπήσει οπουδήποτε. Λες και βρισκόταν μέσα σ' ένα κόσμο ονειρικό κι ένα άγγιγμα θα διέλυε την ψευδαίσθηση. Ολόιδιο το σπιτικό της, σαν να είχε λείψει τρεις ώρες στα χωράφια και όχι τρεις μήνες στη Λέρο. Μόνο ένα πράγμα είχε προστεθεί. Κάτι που είχε να δει εκεί μέσα από τότε που η Δρόσω ήταν μωρό. Η Λενιώ στύλωσε το βλέμμα στο βρεφικό καρότσι μπροστά στο τζάκι. Ολοκαίνουργιο, με μια μεγάλη κορδέλα επάνω του, καρτερούσε να φανεί χρήσιμο. Μάλλον οι αδερφές της δεν είχαν χάσει την αισιοδοξία τους ότι σύντομα θα τους ξανάβλεπαν, σκέφτηκε, και δεν είχαν διαψευσθεί, τελικά. Την ίδια στιγμή, στη θέα του καροτσιού, η Λενιώ αναλογίστηκε πόσα βασικά αγαθά, υλικά και μη, θα στερούνταν το παιδί της αν δεν είχαν ξεφύγει από την κόλαση της εξορίας. Βόλτες, παιχνίδια, ανεμελιά, όλα όσα άξιζαν στην κόρη της ίσως ποτέ να μην τα ζούσε σε κείνο τον τόπο. Στην σκέψη και μόνο ανατρίχιασε ολόκληρη, ο τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της ξανά. Το μυαλό της αναπόφευκτα έκανε τη σύγκριση του χτες με το σήμερα. Μετά από τόσες κακουχίες, εκείνο το καρότσι της φαινόταν τεράστια πολυτέλεια...
Ο Λάμπρος ακολούθησε το βλέμμα της, είδε την έκφρασή της και διάβασε μεμιάς το λογισμό της, που κάλπαζε αναίτια σε σκοτεινά μονοπάτια. Τα μάτια της είχαν γεμίσει υδάτινες λάμψεις, όμως εκείνος δεν θα επέτρεπε άλλη στεναχώρια. Άρπαξε το καρότσι κι άρχισε να το πηγαίνει πέρα δώθε μες το σπίτι, μιμούμενος ήχους φρεναρίσματος, γκαζιών και κόρνας, χωρίς να μπορεί να αποφύγει τις συγκρούσεις σε τοίχους κι έπιπλα, λόγω έλλειψης χώρου. "Άκρη, κυρία Σταμίρη, περνάει η άμαξα της κόρης μας!". Η Ελένη γέλασε. Το γέλιο της αντήχησε μες το σπίτι σαν γλυκιά μελωδία. Γέλασε και ο ίδιος με τα καμώματα του. Αλλά κυρίως επειδή είχε κατατροπώσει τη μαυρίλα του μυαλού της.
Άφησε το καρότσι σε μια άκρη. Την πλησίασε και ένωσε το μέτωπο του με το δικό της, τα χέρια του απλώθηκαν στοργικά σαν φτερούγες στους ώμους της. Έκλεισαν τα μάτια τους ταυτόχρονα, όσο οι ψυχές τους ανακτούσαν τη θέση τους στον κόσμο.
"Ήρθαμε, ψυχή μου", της είπε. "Επιστρέψαμε εδώ που ανήκουμε."
"Καλώς ήρθες στο σπίτι μας, καρδούλα μου", είπε η Λενιώ στην κόρη της.
~~~~~~~~~~
Και με τούτες τις δυο φράσεις, ο ιππότης και η νεράιδα επισφράγισαν τη νίκη τους. Τη νίκη τους ενάντια σε κάθε τέρας και σε κάθε απειλή. Τη νίκη της αγάπης τους, που δεν θα έχανε ποτέ, σε κανέναν πόλεμο. Η μικρή ψυχούλα βρισκόταν πια στο παλάτι του έρωτα τους και θα μεγάλωνε με αστείρευτη αγάπη, μακριά από κινδύνους. Η μικρή ψυχούλα ένιωσε ότι βρισκόταν σ' ένα όμορφο και ζεστό μέρος. Τα μάτια του ιππότη και της νεράιδας την κοιτούσαν γεμάτα λάμψη. Η μικρή ψυχούλα τους χαμογέλασε. "Ευχαριστώ που με φέρατε στο σπίτι μου" θα έλεγε, αν μπορούσε. Ο ιππότης και οι νεράιδα αγκαλιάστηκαν στη μέση του παλατιού τους. Νικητές, λυτρωμένοι και απόλυτα ευτυχισμένοι.
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.