Η διαδρομή στο λεωφορείο, από τον Πειραιά ως τη Λάρισα τους φάνηκε ατελείωτη. Σύντομα θα βράδιαζε, με την απαγόρευση κυκλοφορίας σε ισχύ, αποκλειόταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Η ονειροπόληση κουνούσε μαντήλι στο Λάμπρο και την Ελένη, καθώς έρχονταν αντιμέτωποι με βασικά προβλήματα επιβίωσης και πάλι. Κοιτάζονταν με αγωνία ενώ το λεωφορείο έμπαινε στην πόλη. Από τα λίγα χρήματα που τους είχαν δώσει όταν απελευθερώθηκαν απ' το νησί, τα μισά περίπου είχαν ήδη εξανεμιστεί. Κάπου έπρεπε να περάσουν τη νύχτα, αλλά η τσέπη τους σήκωνε μόνο τα παγκάκια του πάρκου. Λύση που αναγκαστικά απέρριπταν αμέσως, αφού με τη δύση του ηλίου κάθε κυκλοφορία στους δρόμους θεωρούνταν εγκληματική ενέργεια.
Αποβιβάστηκαν στον τερματικό, ο Λάμπρος με το μωρό στα χέρια κοιτούσε γύρω σαστισμένος. Η κούραση και η αφραγκία δεν τον βοηθούσαν να σκεφτεί. Ξαφνικά, ένιωσε το χέρι της Ελένης να τον γραπώνει απ' τον ώμο. Είδε τα μάτια της να μαυρίζουν, ίσα που πρόλαβε να την αρπάξει με το ένα χέρι πριν σωριαστεί λιπόθυμη. "Λενιώ μου, μην μου το κάνεις αυτό τώρα!" φώναξε σε πανικό. Προφανώς, η ταλαιπωρία τόσων ωρών είχε αντίκτυπο στον εύθραυστο ακόμα οργανισμό της. Ο άλλος άντρας που έσπευσε να στηρίξει το κορμί της λιπόθυμης Ελένης ήταν ο οδηγός του λεωφορείου. Μες την ταραχή του, παλεύοντας με τη βοήθεια του άντρα να συνεφέρει τη Λενιώ, ο Λάμπρος του εξήγησε συγκεχυμένα την κατάσταση τους. Για καλή τους τύχη, στο σπίτι του οδηγού, Γιάννης συστήθηκε μέσα στην αναμπουμπούλα, υπήρχε ένα δωμάτιο και δυο πιάτα φαγητό, που εκείνος και η σύζυγος του θα είχαν όλη τη καλή διάθεση να προσφέρουν για μια βραδιά. Ο Γιάννης μετέφερε τη λιπόθυμη Ελένη στο αυτοκίνητο του και φόρτωσαν τις αποσκευές άρον άρον. Ο Λάμπρος μια φρόντιζε να μιλά στην κόρη του, μια να ελέγχει τη Λενιώ, που αποκτούσε σιγά σιγά επαφή με το περιβάλλον. "Όλα θα πάνε καλά, κοριτσάκι μου, θα φροντίσει ο μπαμπάς, μη μου φοβάσαι... Κορίτσι μου, είσαι καλύτερα;" "Λάμπρο... πού, πού είμαστε, τι έγινε;" "Είμαστε ασφαλείς, καρδιά μου, μην ανησυχείς".
~~~~~~~~~~
Δέκα λεπτά πριν η απαγόρευση τεθεί σε ισχύ, το αμάξι στάθμευε έξω από το σπίτι. Ο Γιάννης, με συνοπτικές διαδικασίες και ασυνάρτητες εξηγήσεις στη σαστισμένη γυναίκα του, ακούμπησε τη Λενιώ στο κρεβάτι που θα τους παραχωρούσαν. Φαινόταν να χει συνέλθει περισσότερο. Ο Λάμπρος πάσχιζε να ηρεμήσει το μωρό, που γκρίνιαζε ασταμάτητα από ώρα. Δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει, και η Λενιώ και η κόρη του τον χρειάζονταν εξίσου. "Τακτοποιηθείτε, θα στρώσουμε τραπέζι και θα σας φωνάξω. Πάω, η Φωτεινή, η καημένη, δεν ξέρει από πού ξεφυτρώσαμε όλοι μαζί."
"Φτου ξελευθερία", άκουσε ο Λάμπρος τη φωνή της Ελένης, μόλις ο Γιάννης έκλεισε την πόρτα πίσω του. Γύρισε κεραυνοβολημένος και είδε τη Λενιώ ανακαθισμένη στο κρεβάτι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. "Έλα, Λάμπρο, φέρτην μου."
"Ελένη, τι έκανες;" είπε μες απ' τα δόντια του, ενώ κανονικά ήθελε να ουρλιάξει.
"Τι έκανα; Ένα κεραμίδι και ένα πιάτο φαΐ μας βρήκα", απάντησε συνωμοτικά. "Ε κάποιος θα μας λυπόταν να μας βοηθήσει, τι με κοιτάς έτσι. Στη χειρότερη, θα βγάζαμε τη νύχτα σε κανένα νοσοκομείο. Συγνώμη, ψυχούλα μου," απολογήθηκε, παίρνοντας το μωρό στα χέρια της, "αλλά είχαμε πιο σοβαρό πρόβλημα από τη βρώμικη πάνα σου."
"Βρε Λενιώ, με κατατρόμαξες...", αναστέναξε ο Λάμπρος όλο παράπονο.
"Σου είχα εμπιστοσύνη ότι θα μας προστάτευες..."
Η ενοχή ήταν έκδηλη στα μάτια της, μα φυσικά εκείνος δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία. Ο σκοπός αγίασε τα μέσα. Το δικό της ένστικτο επιβίωσης είχε λειτουργήσει ταχύτερα απ' το δικό του. Θαύμαζε το μυαλό της για τις γρήγορες στροφές που είχε πάρει και όφειλε να παραδεχτεί ότι χάρη σε κείνη δεν είχαν ξεμείνει στους δρόμους.
~~~~~~~~~~
Ο Γιάννης και η Φωτεινή τους περιποιήθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Μετά από μήνες στη στέρηση, τα στομάχια τους δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό, φρέσκια σαλάτα, ζεστό ψωμί και δροσερό κρασί. Οι οικοδεσπότες έμειναν άναυδοι ακούγοντας μέσες άκρες την ιστορία του ζευγαριού. Εκείνοι, από τη μεριά τους, προσπάθησαν να τους εξηγήσουν την έκρυθμη κατάσταση στη χώρα, αλλά το μυαλό του Λάμπρου και της Ελένης ήταν ανίκανο να επεξεργαστεί νέες πληροφορίες ακόμα. Ευχαρίστησαν θερμά τους δυο ανθρώπους για την πολύτιμη βοήθεια τους και έπεσαν ξεθεωμένοι για ύπνο, με το βρέφος να κοιμάται μακάρια δίπλα τους σε μια πολυθρόνα.
Πάνω που πήγαινε να αποκοιμηθεί, το δάχτυλο της Λενιώς τον χτύπησε στον ώμο.
"Το έπαιξα καλά όμως, ε;"
"Λενιώ, μην με τσιγκλάς... Τη μισή μου ζωή έχασα με τα κόλπα σου."
Έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε γελώντας.
"Τώρα, την ξαναβρήκες;"
"Μμμμ, για δοκίμασε άλλη μία..."
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.