ΣΥΝΝΕΦΑ

370 21 0
                                    

Η σειρήνα που έσκουζε εκκωφαντικά, πριν καν χαράξει, διέκοψε τον ύπνο όλων, μαζί και του νεογέννητου, που ταραγμένο άρχισε να κλαίει. Ο Λάμπρος, χωρίς κουβέντα, σηκώθηκε, φίλησε την Ελένη και το μωρό και ντύθηκε. Ούτε βλέμμα στην Ελένη δεν επιδίωξε, η ματιά της θα του έκαιγε τα σωθικά. Μόνο σαν στάθηκε μπροστά στην πόρτα, γύρισε να την δει. Με το μωρό, που είχε γρήγορα ηρεμήσει, στην αγκαλιά, τον κοιτούσε κατάματα και άφηνε τα δάκρυα της ελεύθερα να κυλούν.

"Μην το κάνεις, μην το κάνεις αυτό, Λάμπρο. Κρύψου σε παρακαλώ, μην πας, μη φύγεις..."

"Καρδιά μου, αυτό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο και το ξέρεις. Αν με ανακαλύψουν, πάει, χαθήκαμε... Θα κάνω ό,τι ζητήσουν και θα γυρίσω πλάι σας, το υπόσχομαι..."

"Δεν χρειάζομαι τις υποσχέσεις σου, εσένα χρειάζομαι, και φεύγεις!" του πέταξε τσατισμένη, μα το μετάνιωσε αμέσως. Δεν του θύμωνε στ' αλήθεια, φυσικά, η σκληρή πραγματικότητα και η ευάλωτη ψυχολογία της την έκαναν να αντιδρά έτσι. Άφησε το μωρό στο κρεβάτι και χώθηκε στην αγκαλιά του.

"Συγγνώμη, συγγνώμη, ψυχή μου" του απολογήθηκε, "δεν το θελα να μιλήσω έτσι, μα φοβάμαι, τρέμω μην πάθεις κακό..."

"Το ξέρω, Λενιώ μου, το ξέρω... Μακάρι να μπορούσα να σε παρηγορήσω, αγάπη μου... Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις, ούτε βήμα έξω απ' το σπίτι, μάτια μου, όσο λείπω... Κράτα την κόρη μας πάνω σου όσο γίνεται, μην γκρινιάξει, μην κλάψει και την ακούσει κανένας. Θα γυρίσω, μ' ακούς; Ό,τι και να γίνει θα γυρίσω."

"Είσαι η ασπίδα μας, μην το ξεχάσεις ποτέ..."

Της χαμογέλασε καθησυχαστικά.

"Και σεις είστε το ξίφος μου, τότε. Και μ' αυτό το ξίφος θα κατατροπώσω όλους τους κακούς, πριν πλησιάσουν τις πριγκίπισσες του παλατιού μου."

Έκανε να ανοίξει την πόρτα μα στάθηκε σαν να θυμήθηκε κάτι. Βιαστικά, έβγαλε τη βέρα του, την έβαλε στην παλάμη της Λενιώς και έκλεισε σφιχτά τα δάκτυλα της γύρω της.

"Λάμπρο, τι..."

"Φύλαξε την", την έκοψε. "Δεν ξέρω τι θα μας βάλουν να κάνουμε, δεν θέλω να την ψάχνω". Ούτε να με απειλήσει κάνα γομάρι με το πιστόλι στο κρόταφο επειδή του γυάλισε χρυσός, αναλογίστηκε, αλλά δεν τόλμησε να το ξεστομίσει.

Αναπήδησαν από ένα βροντερό χτύπημα στην πόρτα τους. Φιλήθηκαν με πάθος, σαν πρώτη ή τελευταία φορά και ο Λάμπρος έφυγε χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του. Όταν η πόρτα έκλεισε, η Ελένη ένιωσε πιο μόνη από ποτέ. Την καρδιά της, στην οποία για λίγες μέρες επικράτησε λιακάδα, πλάκωναν τώρα γκρίζα, απειλητικά σύννεφα. Ένιωθε ολομόναχη, όμως δεν ήταν. Το παιδί της, ξύπνιο στο κρεβάτι, καρτερούσε υπομονετικά την αγκαλιά της. Τα ματάκια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Ίδιο το βλέμμα του με κείνο του Λάμπρου, όταν με τα μάτια και μόνο της φώναζε "Είσαι πολύ δυνατή, Σταμίρη, θα τα καταφέρεις!"

Η Λενιώ το πλησίασε. Μάνα και κόρη κοιτάχτηκαν κατάματα. "Μην ακούς τι λέμε, η μαμά και ο μπαμπάς, ζωή μου", της μίλησε τρυφερά, με το δάκτυλο της μέσα στην παλάμη του βρέφους. "Θα τα καταφέρω, καρδιά μου, για σένα και για τον μπαμπά σου, θα τα καταφέρω... Βοήθησε με όμως και συ, αγάπη μου. Να είσαι φρόνιμη και ήσυχη, μην μας καταλάβει κανένας... Και μην νοιάζεσαι... Η μαμά θα τα φροντίσει όλα, και ο μπαμπάς σε λίγη ώρα θα σ' έχει στην αγκαλιά του... Σ' αγαπώ πολύ, κοριτσάκι μου...". Φίλησε τη βέρα του Λάμπρου, την τύλιξε σ' ένα ρουχαλάκι του μωρού και την έκρυψε κάτω απ' το μαξιλάρι της, μέχρι εκείνος να επιστρέψει και να του τη φορέσει ξανά.

~~~~~~~~~~

Παράλληλα, οι φύλακες πίεζαν τους εξόριστους, ανάμεσα τους και το Λάμπρο, να κινηθούν χωρίς χάσιμο χρόνου προς τα στρατόπεδα. Τα σύννεφα που είχαν γεμίσει τον ουρανό σκοτείνιαζαν και την καρδιά του. Ο ήλιος, φαίνεται, είχε κουραστεί ν' αντικρίζει το άδικο που κατέτρεχε τη ζωή τους και είχε αποφασίσει, για κείνη τη μέρα, να παραμείνει κρυμμένος...

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now