"ΨΕΥΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ"

455 18 0
                                    

Ο Λάμπρος βγήκε από το σπίτι και ο παγωμένος αέρας, που τον χτύπησε στο πρόσωπο, τον βοήθησε να συγκεντρωθεί πλήρως στο σκοπό του. Δυο ψυχές εξαρτιόνταν αποκλειστικά από εκείνον. Έτρεξε προς τα στρατόπεδα, μίλησε σε όποιον φύλακα βρήκε, εξήγησε, παρακάλεσε, διαμαρτυρήθηκε - μετρημένα πάντα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλοι οι δεσμοφύλακες τον αντιμετώπιζαν με απάθεια και αδιαφορία. "Ας πρόσεχε, η τσούλα σου, και δεν θα κουβαλιόταν εδώ, να μας αμολήσει το μούλικο", του πέταξε ένας, που έτριβε τα χέρια του για φασαρίες. "Άντε, ζητάς και ελεημοσύνες τώρα! Χάσου από δω!". Ο Λάμπρος επιστράτευσε όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην του ορμήσει και βρεθεί σε κανένα μπουντρούμι.

Πήρε το δρόμο προς το κατάλυμα τους, εντελώς αποκαρδιωμένος. Τι θα της έλεγε; Ότι δεν μπορούσε να τους εξασφαλίσει τίποτα, ότι βρίσκονταν στο έλεος των παλιανθρώπων; Παρά το τσουχτερό κρύο, αντάμωνε και άλλους εξόριστους στο δρόμο. Τους περισσότερους δεν τους είχε ξαναδεί, ούτε εκείνοι αυτόν. Η κατάσταση του, όμως, έκανε αρκετούς να απορούν. Τα βήματα του ήταν βαριά και ακανόνιστα, κοντοστεκόταν εδώ και κει, κοιτούσε γύρω να σκεφτεί, να βρει πιθανές λύσεις. Ο Λάμπρος δεν θα το 'βαζε κάτω. Πλησίαζε όποιον έβρισκε μπροστά του, εξηγούσε την κατάσταση όσο πιο συνοπτικά και χαμηλόφωνα μπορούσε, έχοντας στο νου του να μην προκαλέσει την προσοχή κάποιου φύλακα. Όλοι τον συμπόνεσαν, μα δεν ήξεραν πώς να βοηθήσουν. Ορισμένοι του πρόσφεραν ό,τι τρόφιμο μπορεί να τους περίσσευε, κανένα φρούτο, καμιά κονσέρβα, λίγο γάλα. Ακόμη κι αυτό, εκείνες τις ώρες, του Λάμπρου του φαινόταν σωτήριο. Έχοντας ελάχιστα αναθαρρήσει, συνέχισε το δρόμο του ως το σπίτι. Με το μυαλό του συνεχώς στην Ελένη και στο μέλλον που τους περίμενε, δεν πήρε χαμπάρι τον άντρα που από απόσταση τον ακολουθούσε ώρα, από την στιγμή που απομακρύνθηκε απ' τα στρατόπεδα...

~~~~~~~~~~

"Αλτ!", άκουσε ο Λάμπρος μια βροντερή φωνή πίσω του, όταν πια βρισκόταν πέρα από τα άλλα σπίτια. "Ακίνητος!"

Το αίμα του πάγωσε. Το φοβισμένο βλέμμα της Ελένης, λίγο πριν την αφήσει, ήρθε μπροστά του. Άκουσε τον άνδρα να κάνει βήματα προς το μέρος του και τον έλουσε κρύος ιδρώτας.

"Γύρνα αργά προς εμένα", τον διέταξε.

Ο φύλακας τον σημάδευε με το όπλο του απευθείας στο μέτωπο, τρία μέτρα μακριά του. Ήταν καμιά πενταετία μεγαλύτερος από εκείνον, στο ίδιο ύψος, και μελαχρινός. Το απειλητικό του βλέμμα τον έκανε να μαρμαρώσει.

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now