Η στιγμή που ήταν γραφτό η ζωή τους να τραβήξει νέο δρόμο, αυτόν που η Ευτυχία είχε οραματιστεί, κοντοζύγωνε. Ο Λάμπρος, αγκαλιά με τη γυναίκα και την κόρη του, ένιωθε τη δύναμη του να τροφοδοτείται, παρόλο που όλο το κορμί του πονούσε από τις εργασίες. Η μπόρα, που ακόμα μαινόταν, του είχε βγει σε καλό, τελικά. Αφού είχε σκαπουλάρει τις αγγαρείες και το κρύωμα, ας μην σταματούσε ποτέ ο κατακλυσμός, ας έμενε για πάντα εκεί με τα κορίτσια του, στο πιο τρυφερό μέρος του κόσμου του. Με την απόφαση που είχε πάρει για την επόμενη μέρα, ένιωθε την ψυχή του πιο ξαλαφρωμένη. Θα έμπαινε ένα τέλος σε όσα περνούσαν, θα τους προσέφερε ξανά τη ζωή που τους άξιζε. Έτσι, ευδιάθετος και χαμογελαστός ξάπλωσε δίπλα στην Ελένη και στο μωρό τους, στο μονό κρεβάτι. Στο κρησφύγετο τους. Εκεί χαιρόταν την ευλογία που είχε πλέον στη ζωή του, εκεί χάδια και φιλιά έδιναν κι έπαιρναν, και μόνο για τον ύπνο αποτραβιόταν - μερικές νύχτες - στο ράντζο, ώστε να κοιμούνται πιο άνετα η Ελένη με το παιδί.
~~~~~~~~~~
Χαμένοι στον μικρόκοσμο της ευτυχίας τους, ούτε που αντιλήφθηκαν πως η βροχή είχε από ώρα κοπάσει και η φύση είχε γαληνέψει ξανά. Το βροντερό χτύπημα στην πόρτα τους κατατρόμαξε. Ανασηκώθηκαν και κοιτάχτηκαν με αγωνία. "Αυτό δεν είναι για καλό", σκέφτηκαν συγχρόνως. Ο Λάμπρος της έκανε νόημα να παραμείνει βουβή, ενώ σηκωνόταν, και η Ελένη αγκάλιασε το μωρό για να μην προδοθούν.
"Βγες έξω, κοπρίτη!" ακούστηκε η άγρια φωνή ενός δεσμοφύλακα. Μόλις πρόβαλε ο Λάμπρος, αντίκρισε δύο. Ο ένας του πέταξε ένα χαρτί στα μούτρα, σαν φτυσιά. "Σε δυο μέρες μας αδειάζετε τη γωνιά," του είπε υποτιμητικά. "Άντε, και πολύ σας ανεχτήκαμε", τον ειρωνεύτηκε καθώς έφευγαν.
Ο Λάμπρος δεν καταλάβαινε τίποτα, πέρα από κάψιμο στα πνευμόνια και μούδιασμα στα πόδια του. Μπήκε μέσα και στήριξε την πλάτη του στην πόρτα για να σταθεί όρθιος. Προσπάθησε να πάρει μια ανάσα πριν αρχίσει να διαβάζει. Τι να ήταν γραμμένο εκεί πάνω; Η θανατική του καταδίκη; "Δυο μέρες" είχε πει ο φρουρός. Τόσες του έμεναν να ζήσει; "Μας αδειάζετε τη γωνιά". Πληθυντικός. Η Ελένη, το παιδί τους; Τι ζοφερό μέλλον τους περίμενε πάλι; Ξεδίπλωσε το χαρτί με τρεμάμενα χέρια, πάσχιζε να ενώσει τα γράμματα μεταξύ τους για να σχηματίσουν συλλαβές και λέξεις. Όσο το κατάφερνε, τόσο η όραση του μειωνόταν από τα δάκρυα. Έφερε ένα δάκτυλο στο στόμα και το δάγκωσε γερά για να μην ουρλιάξει, ενώ το σώμα του τρανταζόταν από λυγμούς. Είχε παρατήσει την προσπάθεια να διαβάσει όλες τις λεπτομέρειες, το νόημα που είχε βγάλει του έφτανε και του περίσσευε προσωρινά. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να τους συμβεί. Το έγγραφο που κρατούσε τον απάλλασσε από την πιο εκβιασμένη απόφαση που είχε πάρει στη ζωή του, πράγμα που πολλαπλασίαζε τη χαρά του. Τώρα πια συνειδητοποιούσε ότι όλη μέρα παρίστανε τον σίγουρο στον ίδιο του τον εαυτό γι' αυτό που σκόπευε να κάνει. Το βάρος που έφευγε από πάνω του ήταν τεράστιο. Είχε κοκκινίσει ολόκληρος και έκλαιγε γοερά. Από το σοκ, από τη χαρά, από την ανακούφιση...
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.