Η κόρη του Λάμπρου και της Ελένης κόντευε να κλείσει τον πρώτο μήνα ζωής της στο απομακρυσμένο νησί. Προφυλαγμένη σαν πολύτιμο διαμάντι στο μικρό σπιτάκι, είχε παραμείνει αόρατη από φρουρούς και ανέγγιχτη από απειλές. Παρά της κακουχίες, η μαμά της στεκόταν μέρα με τη μέρα πιο γερά στα πόδια της. Ο μπαμπάς της ταλαιπωρούταν ώρες στις αγγαρείες που επιβάλλονταν στους εξόριστους, μα μόλις γύριζε κοντά τους, ξεφορτωνόταν την κούραση σαν σακί έξω από το σπίτι και, αντικρίζοντας τις γυναίκες της ζωής του, ένιωθε πως δεν πατούσε στη γη. Σ' εκείνο το μικρό παράπηγμα χωρούσαν μόνο οι τρεις τους και η αγάπη τους. Κανείς και τίποτα άλλο. Το κοριτσάκι, με τη λατρεία του Λάμπρου και της Λενιώς να την τυλίγει σαν πέπλο προστασίας, είχε αρχίσει να σχηματίζει ανεπαίσθητα χαμογελάκια στο μικρό προσωπάκι της. Όταν το 'βλεπαν αυτό οι γονείς της, το συναίσθημα τους δεν περιγραφόταν. Ένα σιντριβάνι χαράς ξεπηδούσε στην καρδιά τους, κάθε έγνοια τους πήγαινε περίπατο και κάλυπταν γερά τα στόματα τους, μην ξεσπάσουν σε γέλια και φωνές και κινήσουν υποψίες. Ως γνωστόν, σε κείνον τον τόπο, η ευτυχία απαγορευόταν δια ροπάλου.
~~~~~~~~~~
Κάθε ξημέρωμα, η ίδια μίζερη ρουτίνα για το Λάμπρο. Σειρήνα, φιλιά, ντύσιμο, βέρα, δάκρυα, φιλί, αποχώρηση. Πανομοιότυπη και κείνο το γκρίζο πρωινό, που ακτίνα ηλίου δεν φαινόταν πουθενά. Σαν βγήκε ο Λάμπρος απ' το παράπηγμα, είδε μολυβένια σύννεφα απ' άκρη σ' άκρη και ένιωσε την ψύχρα ως το μεδούλι του. Οι φρουροί επέβλεπαν ήδη τους εξόριστους όσο συγκεντρώνονταν στο στρατόπεδο. Χωρίς άλλη επιλογή, ακολούθησε το ανθρώπινο ποτάμι.
Σιμώνοντας στα στρατόπεδα, το καράβι που συνέδεε το νησί με τον έξω κόσμο φάνηκε αγκυροβολημένο σε μικρή απόσταση. Σε μερικούς εξόριστους, ανάμεσα τους και ο Λάμπρος, ανατέθηκε να ξεφορτώσουν όλες τις προμήθειες που είχαν σταλεί και να τις μεταφέρουν μέχρι τις αποθήκες, ενώ οι υπόλοιποι κινούσαν για τα χωράφια. Όταν, μετά από ώρα, το κουβάλημα τελείωσε, ένα μάτσο στρατιώτες ξεχύθηκαν μες το πλοίο, ελέγχοντας παντού μην έχει κρυφτεί κάποιος μέσα. Ικανοποιημένοι από την άκαρπη αναζήτηση, διέταξαν τους εξόριστους να κινήσουν για τα χωράφια.
Μερικές δεκάδες μέτρα είχε διανύσει το μπουλούκι, όταν οι δεσμοφύλακες τους πρόσταξαν να σταματήσουν και να στραφούν επιτόπου ξανά προς το καράβι. Ο Λάμπρος σάστισε, άλλο ένα καψόνι, σκέφτηκε, μα κατάλαβε μεμιάς. Από το σημείο που βρίσκονταν, σε απόσταση ασφαλείας, ήταν αναγκασμένοι να δουν μια χούφτα ανθρώπους, σκυφτούς και ταλαιπωρημένους, να επιβιβάζονται στο πλοίο. Είχαν εξασφαλίσει την ελευθερία τους με μερικά λόγια και μια υπογραφή στην περιβόητη δήλωση, ήταν προφανές. Προφανής και ο λόγος που οι εξόριστοι παρακολουθούσαν το θέαμα, κι ας μην είπαν οι φρουροί κουβέντα. Μια μέθοδος πειθούς ήταν, μπας και το 'παιρναν απόφαση και κείνοι να υπογράψουν. Έτσι θα φαινόταν στα μάτια κάποιων η εξορία ως πλέον αποτελεσματικός τρόπος σωφρονισμού και οι υποστηρικτές του καθεστώτος θα του έδιναν τα εύσημα που καθάριζε τη χώρα απ' τα μιάσματα.
Ο Λάμπρος προσπάθησε να μείνει ανέγγιχτος από αυτό που διαδραματιζόταν. Δεν ήθελε να ενδώσει στο κόλπο των φρουρών, αλλά δε τα κατάφερε. Ναι, κατηγορούσε τον εαυτό του που είχε παραδοθεί στη μοίρα του στην όταν βρέθηκε στην εξορία. Αν είχε σκεφτεί πιο καθαρά τότε, θα χε υπογράψει και θα γυρνούσε στην Ελένη αμέσως. Εκείνη δεν θα 'φτανε ποτέ στη Λέρο, ούτε η κόρη τους θα έπαιρνε εκεί την πρώτη τους ανάσα. Ναι, ζήλευε. Ζήλευε όσους γλύτωναν από την κόλαση, κι ας το είχαν καταφέρει με κείνον τον υποτιμητικό τρόπο. Όμως, αυτό που έκανε την καρδιά του Λάμπρου να σκιρτήσει πιότερο ήταν η εικόνα μιας οικογένειας που ανέβαινε στο καράβι και σε λίγες ώρες θα ήταν ελεύθερη. Δυο νέοι άνθρωποι, νεότεροι απ' τον ίδιο, κι ένα πιτσιρίκι, ούτε τριών ετών, στην αγκαλιά της μάνας του. Άρα όσα τους έλεγαν θα 'ταν αλήθεια, συμπέρανε ο Λάμπρος. Και γιατί εκείνη η οικογένεια και όχι η δική του;
Το καράβι απομακρυνόταν από τη στεριά, ενώ οι εξόριστοι έπαιρναν ξανά το δρόμο για τα χωράφια. Ο Λάμπρος το χε πάρει απόφαση. Θα το έκανε σήμερα κιόλας, αρκεί να έβρισκε ευκαιρία να πλησιάσει κάποιον φρουρό. Αφού θα βεβαιωνόταν για την ασφάλεια της οικογένειας του, θα 'γραφε δυο ψεύτικες αράδες στο χαρτί και θα ξεμπέρδευε. Θα το έλεγε στη Λενιώ όταν θα 'ταν τετελεσμένο, θα της διηγούνταν αυτό που είχε αντικρύσει σήμερα, θα διέλυε τους δισταγμούς της. Θα τους είχε γλυτώσει και τους τρεις.
~~~~~~~~~~
Οι τρεις Μοίρες κοιτάχτηκαν με απορία, έπειτα στράφηκαν προς την Ευτυχία, η οποιασυνέχιζε ακάθεκτη το έργο της. Εκείνη ένιωσε τα βλέμματα τους πάνω της, μα δεν έδωσε σημασία. Η Λάχεσις άνοιξε το στόμα της, κάτι πήγε να πει μα δεν πρόφτασε. "Δουλειά σας και δουλειά μου", είπε ξερά η Ευτυχία χωρίς να τους χαρίσει ούτε ματιά. "Έτσι θα ναι καλύτερα."
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.