Ο Λάμπρος μπήκε στο σπιτάκι, στις μύτες των ποδιών. Τι ξεκούραση του έλεγε η κυρά-Άννα, η εικόνα μπροστά του είχε διαγράψει κάθε βάσανο και κόπο της ζωής του ολάκερης. Η ψυχή του αναγεννιόταν. Η Ελένη του και η κόρη τους - το συνειδητοποιούσε σιγά σιγά, - κοιμόντουσαν γαλήνιες, ενώ μια ακτίνα του ήλιου έλουζε τα πρόσωπα τους με φως. Πλησίασε αργά, κάθισε στην άκρη του ράντζου και έφερε το πρόσωπο του κοντά στο μωρό. Το παιδί τους, η κόρη τους! Αυτό το τοσοδούλικο πλασματάκι χωρούσε όλη τους την αγάπη, ήταν η ένωση τους. Και ήταν πανέμορφη, όπως η μαμά της... Δεν χόρταινε να την παρατηρεί! "Καλωσόρισες, χαρά μου", ψιθύρισε σχεδόν άηχα. Χαρά. Υπήρχε κι αυτό το συναίσθημα στον κόσμο, κι εκείνος είχε κοντέψει να ξεχάσει πώς είναι να το νιώθεις. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο, διαμαρτυρόταν, απαιτούσε, επιτέλους, να ενώσει τους παλμούς της μ' εκείνους της μικρής καρδούλας απέναντι της. Τα χέρια του Λάμπρου έτρεμαν ελαφρώς από τη συγκίνηση, μα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Σήκωσε προσεκτικά το μωρό και το ακούμπησε στο ύψος της καρδιάς του. Η μυρωδιά του νεογέννητου τον ξετρέλαινε!
Το βλέμμα του, γεμάτο στοργή, πλανήθηκε στην μορφή της Ελένης. Την κοιτούσε και την καμάρωνε για ακόμα μια φορά. Το κορίτσι του! Το μεγάλο κορίτσι του, γιατί κάπως έπρεπε να τις ξεχωρίζει! Πάλι τον είχε κάνει περήφανο, πάλι τον είχε κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στη γη! Χάρη στο θάρρος και τη δύναμη της, μπορούσε τώρα να κρατάει την κόρη του στα χέρια του. Κι αυτήν τη μάχη την είχαν κερδίσει, δεν γινόταν διαφορετικά μ' αυτούς, έπρεπε να το πάρουν απόφαση ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους νικήσει. Την κοιτούσε αχόρταγα, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Μα όντως, έτσι ήταν. Πρώτη φορά την αντίκριζε ως μάνα, μάνα του παιδιού τους. Ήταν χλωμή, τα ιδρωμένα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της, μα κάθε έκφραση πόνου είχε ξεθωριάσει. Του φαινόταν ήδη πιο όμορφη, πιο γλυκιά από ποτέ. Λαχταρούσε να την γεμίσει φιλιά και χάδια, αλλά η ανάγκη της να ξεκουραστεί υπερτερούσε. Μόνο της έπιασε απαλά το χέρι, για να μην την ξυπνήσει. "Αγάπη μου...", ίσα που ακούστηκε η φωνή του. Ο νους του έτρεξε στα περασμένα, στην πρώτη νύχτα που πέρασαν εκεί, όταν την είδε ξαφνικά μπροστά του. Όλα είχαν πάει ανέλπιστα καλά, σκέφτηκε, χάρη στους συμπαραστάτες που τους είχε στείλει ο Θεός. "Θα είμαστε καλά, θα κάνω τα πάντα, κορίτσια μου. Η ευτυχία σας θα ναι η μόνη μου έγνοια", τις ορκίστηκε νοερά.
Η Ελένη, θαρρείς και άκουσε την υπόσχεση του, αναδεύτηκε και μισάνοιξε τα μάτια. Σαν σε όνειρο, είδε το Λάμπρο να κρατάει το μωρό τους στην αγκαλιά του.
"Λάμπρο...", μουρμούρισε ζαλισμένη "κάναμε κορίτσι;"
"Ναι, καρδιά μου, ένα κοριτσάκι όμορφο σαν εσένα...", της απάντησε χαμηλόφωνα. "Κλείσε τα ματάκια σου πάλι... Σ' αγαπώ."
Η Ελένη σφάλισε τα βλέφαρα της και αποκοιμήθηκε ξανά.
YOU ARE READING
ΑΝΑΤΟΛΗ
FanfictionΗ ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και βασισμένη σε κάποια σημεία στο fanfiction του @kwstantisstamiris "Μετά τη Φωτιά". Ξεκινά από την στιγμή που η Ελένη, έγκυος, εγκαταλείπει τον τόπο της για να βρεθεί στο πλευρό του εξόριστου Λάμπρου.