ΓΟΝΕΙΣ

502 19 0
                                    

Ο Λάμπρος έριχνε καινούργιο ξύλο στη σόμπα, όταν τα μάτια της Λενιώς ανοιγόκλεισαν ξανά. Ήταν ακόμα κουρασμένη και ένιωθε βαρύ το κεφάλι της. Δεν μπορούσε να ανοίξει τα βλέφαρα τελείως, η μνήμη της δυσκολευόταν να επαναφέρει ότι λίγες ώρες πριν είχε γεννήσει. Με θολό βλέμμα, η ματιά της κινήθηκε στο χώρο. Πάνω στο ράντζο του Λάμπρου, διέκρινε έναν άσπρο μπόγο ύφασμα. "Το μωρό μου!" φώτισε το μυαλό της. "Κάποιος να το φέρει δίπλα μου, να το δω...". Μα πού ήταν όλοι, γιατί την είχαν αφήσει μόνη; Και το μέρος αυτό δεν ήταν η κάμαρη της. Ούτε δωμάτιο νοσοκομείου ήταν. Το κορμί της, μουδιασμένο, δεν είχε δύναμη να κουνηθεί, ίσα ίσα κατάφερνε γυρνά ελαφριά το κεφάλι, που κι αυτό της προκαλούσε ίλιγγο. Άκουσε βήματα προς το μέρος της και η μορφή του Λάμπρου βρέθηκε κοντά στο πρόσωπο της. "Ο Λάμπρος μου!", άλλη μια λάμψη στο νου της. "Ήμασταν μαζί, ήταν πλάι μου... Γύρισε;" Τον είδε να της χαρίζει το γλυκό του χαμόγελο. Ήθελε και κείνη να του χαμογελάσει, μα οι μύες του προσώπου της παρέμεναν αδρανείς.

"Καρδιά μου, ξύπνησες; Κοιμήθηκες αρκετά, ξεκουράστηκες;" Έριξε λίγο δροσερό νερό στο χέρι του και της έβρεξε μαλακά το πρόσωπο, για να τη βοηθήσει να συνέλθει.

"Λάμπρο... φέρε τη Ρίζω... πονάει η κοιλιά μου..." μουρμούρισε μες τη σύγχυση της. "Οι αδερφές μου, πού είναι;"

Σφίχτηκε η καρδιά του Λάμπρου. Η Ελένη του θα είχε τόση ανάγκη από στήριξη, την οποία έβλεπε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να της προσφέρει. Θα 'πρεπε να χει άλλες γυναίκες γύρω της, να ξέρουν τι χρειάζεται το μωρό και η ίδια, να μπορούν να τη συμβουλέψουν, να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και στο σώμα και στην ψυχή της. Εκείνος ήταν στα χαμένα, δεν είχε ιδέα από τίποτα. Πώς θα τις φρόντιζε, και την Ελένη και το μωρό; Ακόμη και οι επιγραμματικές συμβουλές της κυρά-Άννας του φαίνονταν βουνό. Προσπαθούσε κάθε λίγο να τις επαναλαμβάνει στον εαυτό του για να μην ξεχάσει λέξη. Μόνο στη δική της βοήθεια είχαν να ελπίζουν, μα κι αυτή ήταν αμφίβολη.

"Κορίτσι μου, δεν είμαστε στο χωριό," της είπε πράα. "Το ξέχασες;" Έτριβε μαλακά την πεσμένη, πλέον, κοιλιά της, μήπως κι έτσι ένιωθε κάπως καλύτερα.

"Όχι... το θυμάμαι..." απάντησε σιγανά εκείνη. "Κράτα με λίγο..."

Ανασήκωσε προσεκτικά το κεφάλι της, πέρασε το χέρι του κάτω απ' το λαιμό της, την τράβηξε ελαφρά προς το μέρος του και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Την άκουσε να ξεροκαταπίνει και η κρύα υφή του ποτηριού βρέθηκε αμέσως ανάμεσα στα στεγνά χείλη της. Κατέβασε δυο γουλιές, τα μάτια της παρέμεναν ανοιχτά με μεγαλύτερη ευκολία. Αφέθηκε στην αγκαλιά του και του χάιδευε απαλά το μπράτσο, όσο το μυαλό της προσπαθούσε να ανασυνταχτεί.

"Λενάκι μου, είσαι μανούλα πια..."

"Και συ είσαι μπαμπάς...", σήκωσε το βλέμμα και του χαμογέλασε.

"Είμαι ο πιο ευτυχισμένος μπαμπάς..." τη διόρθωσε. "Η κόρη μας είναι υπέροχη... Είμαστε γονείς, αγάπη μου..."

"Σήκωσε με, θέλω να την κρατήσω..."

Στερέωσε καλά το μαξιλάρι πίσω της και την βοήθησε να ανακαθίσει στο κρεβάτι. Ύστερα, ακούμπησε το μωρό στα χέρια της και κάθισε δίπλα της. Η εικόνα που εκατοντάδες φορές είχε επιτρέψει στο μυαλό του να φανταστεί, έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά του.

"Λάμπρο, κράτα την και συ, τρέμουν τα χέρια μου, θα μου πέσει...". Ριγούσε ολόκληρη από συγκίνηση και δέος για το πλάσμα που είχε στην αγκαλιά της. Αμίλητος εκείνος, άπλωσε το ένα του χέρι να στηρίξει το δικό της και το άλλο τύλιξε τους ώμους της.

"Καλωσήρθες, ζωή μου...", κατάφερε να πει η Λενιώ στην κόρη της, με τρεμάμενη φωνή. Με τα δάχτυλα της άρχισε δειλά να περιεργάζεται το μικρό πλασματάκι. Ακούμπησε ανάλαφρα το μέτωπο, την μυτούλα, τα ροδαλά μαγουλάκια του, πολλές φορές, ώσπου να βεβαιωθεί ότι ήταν πραγματικότητα, και όχι όνειρο απ' το οποίο θα ξυπνούσε.

Ο χρόνος σταμάτησε. Στο μικρό δωματιάκι ακούγονταν μόνο κάτι πνιχτές, τρεμουλιαστές αναπνοές, που πάσχιζαν να εμποδίσουν τα αναφιλητά απ' το να διαλύσουν τη γαλήνη που απλωνόταν στο χώρο. Σε μια στιγμή, τα γεμάτα λάμψη μάτια της Λενιώς και του Λάμπρου συναντήθηκαν, ψάχνοντας το λόγο να κρατάνε το συναίσθημα τους φυλακισμένο. Ακούμπησαν τα μέτωπα τους και ξέσπασαν σε γέλια. Γέλια αβέβαια στην αρχή, ντροπαλά, σαν παράνομα, σαν να έπρεπε οι δυο τους να διδαχτούν απ' την αρχή πώς εκδηλώνεται η ευτυχία. Μετά αντήχησαν με μεγαλύτερη σιγουριά στο χώρο, η γλυκιά μελωδία του ενός συνέπαιρνε και τον άλλο. Πάνω που πήγαιναν να κοπάσουν, ένα πεταχτό, κρυφό βλέμμα αρκούσε για να προκαλέσει νέο γύρο. Σαν παιδιά που γλύτωσαν την τιμωρία μετά από μεγάλη σκανταλιά, σαν να έσπαγαν πλάκα με τους εαυτούς τους και με την ίδια τη ζωή, που δεν έλεγε να χαμπαριάσει με τι ανθρώπους είχε να κάνει και δεν σταματούσε να σκαρφίζεται τρικλοποδιές. Κι όταν ένιωσαν πως τα σωθικά τους πονούσαν από αυτήν την απρόσμενη έξαρση ευτυχίας, εισέπνευσαν βαθιά για να ρθουν στα συγκαλά τους, η σιγή επανήλθε και άφησαν να κυλήσουν δάκρυα χαράς, λύτρωσης, ανακούφισης, περηφάνιας...

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now