ΥΠΟΣΧΕΣΗ

462 19 0
                                    

"Θα σου ζεστάνω λίγο γάλα", αποφάσισε ο Λάμπρος κάποια λεπτά αργότερα, χωρίς να θέλει, πραγματικά, να το κουνήσει απ' τη θέση του. Η έγνοια του, όμως, για την υγεία της Ελένης υπερίσχυσε. "Η κυρά-Άννα είπε να τρως και να πίνεις καλά".

"Λάμπρο, Λάμπρο! Τρέξε!" αναφώνησε η Λενιώ με ενθουσιασμό ενώ εκείνος έριχνε το γάλα σε μια κούπα. Τινάχτηκε, παραλίγο να του πέσουν όλα απ' τα χέρια, και βρέθηκε στη στιγμή δίπλα τους, φοβούμενος ότι κάτι συνέβη.

Το κοριτσάκι τους, στην αγκαλιά της μαμάς του, χασμουριόταν έντονα. Πετάρισε τα τόσα δα βλέφαρα της πολλές φορές, και τελικά άνοιξε τα ματάκια της. Είχαν μείνει και οι δύο να την παρατηρούν εκστασιασμένοι, με το στόμα ανοιχτό. Δυο μικρά, καστανά ματάκια τους κοιτούσαν ορθάνοιχτα, σαν να τους ήξεραν χρόνια ή σαν να ανυπομονούσαν να τους γνωρίσουν.

"Έχει τα μάτια σου!" είπαν σχεδόν ταυτόχρονα οι νέοι γονείς και γέλασαν. Συνέχιζαν να καμαρώνουν τη νέα ύπαρξη, αφήνοντας την καινούργια μορφή αγάπης που είχε φυτρώσει μέσα τους, να ζεστάνει την καρδιά και όλο τους το είναι.

"Συγγνώμη, ψυχούλα μου", είπε στην κόρη της η Ελένη βουρκωμένη. "Συγγνώμη που γεννήθηκες σ' αυτό τον τόπο, καρδιά μου, μα δεν γινόταν αλλιώς. Δε γινόταν χωρίς τον μπαμπά, ε; Θα σε πάρουμε μακριά από δω, στο υπόσχομαι. Θα σε πάμε στο σπίτι μας, εκεί που όλοι θα σ' αγαπάνε... Έτσι δεν είναι, μπαμπά;"

"Έτσι, ψυχές μου... Αυτή είναι η πρώτη υπόσχεση του μπαμπά. Χειραψία ", είπε αποφασιστικά ο Λάμπρος  και χαμογέλασε πλατιά. Έτεινε το δάκτυλο του προς τη μικροσκοπική παλάμη κι εκείνη το γράπωσε γερά. "Είσαι το πιο τυχερό κοριτσάκι του κόσμου, μικρή Λενιώ μου...", συνέχισε μ' ένα χειροφίλημα στη μικρή του δεσποινίδα. "Έχεις την καλύτερη μαμά του κόσμου. Τη λατρεύω τη μαμά σου, πάντα τη λάτρευα, όπως λατρεύω και σένα τώρα. Όταν μεγαλώσεις λίγο, θα σου διηγηθώ μια υπέροχη ιστορία... Ωχ, κοίτα τώρα" ψιθύρισε δήθεν συνωμοτικά , "η μαμά ζήλεψε το φιλάκι μας..."

Στράφηκε προς τη Λενιώ του και τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.

"Σ' ευχαριστώ, ψυχή μου, για την κόρη μας..."

"Αν δεν ήσουν πλάι μου, αν δεν μου κρατούσες το χέρι, θα είχα πεθάνει... Σ' αγαπώ..."

Το μωρό φάνηκε να μην έχει όρεξη για άλλα λόγια. Σούφρωσε, αρχικά, τα χειλάκια του και έπειτα ξέσπασε σε ένα παραπονιάρικο κλάμα. "Κάποια μάλλον πείνασε..." διαπίστωσε η Ελένη και γύμνωσε το ένα της στήθος. Ο Λάμπρος συνέχιζε να τις κοιτά μαγεμένος. Ξαφνικά, ωστόσο, ένιωσε όλες τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Συμπλήρωνε πια πάνω από εικοσιτετράωρο σχεδόν άυπνος, μα δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό της νέας ζωούλας. Ίσα που κατάφερε να σύρει τα πόδια του για να ζεστάνει εκείνο το γάλα, που περίμενε ακόμα στο κουζινάκι, και να το φέρει στην Ελένη. Αποκαμωμένος, ακούμπησε στον ώμο της, εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά και φίλησε στοργικά την κορφή του κεφαλιού του. Η γλύκα της στιγμής τον τύλιξε σαν ζεστή κουβέρτα. Τα μάτια του δεν βαστούσαν να παραμείνουν άλλο ανοιχτά...

~~~~~~~~~~

Ο ιππότης ήξερε ότι η πρώτη του μάχη είχε κερδηθεί. Η μικρή ψυχούλα είχε έρθει στο κόσμο με ασφάλεια, μακριά απ' τα τέρατα. Επιτέλους, μετά από δυο μήνες περίπου, μπορούσε να αφήσει για λίγο κάτω την ασπίδα του και να ξαποστάσει, κουρνιασμένος στον ώμο της νεράιδας. Το χάδι και το φιλί της, σαν ξόρκι μαγικό, διέλυσαν όλες τις έγνοιες απ' το νου του. Κοιμήθηκε βαθιά για ώρα, μαζεύοντας δυνάμεις για τις μάχες που θα ακολουθούσαν. Θα έδινε μάχες για πάντα στη ζωή του, για να τις φυλάξει απ' το κακό, ήταν αποφασισμένος. Μόνο που πλέον θα κρατούσε και ξίφος κοφτερό, ακονισμένο από κάθε βλέμμα στοργικό που αντάλλαζε με τη νεράιδα και τον καρπό της αγάπης τους...

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now