ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

392 18 0
                                    

Ο Λάμπρος δούλευε στα χωράφια όπως κάθε φορά. Υπάκουε στις εντολές, δεν προκαλούσε, δεν έδινε στόχο. Μόνο που, εκείνη τη μέρα, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, σήκωνε το βλέμμα γύρω, να εντοπίσει κάποιο δεσμοφύλακα να απευθυνθεί για το σχέδιο του. Ωστόσο οι φρουροί, που άλλοτε γίνονταν βραχνάς πάνω απ' το κεφάλι του, τούτο το πρωινό, λες και ήταν μιλημένοι, λες και ήθελαν να του πάνε κόντρα, ούτε πλησίαζαν, ούτε τον κοιτούσαν. Με χίλια ζόρια κρατιόταν ο Λάμπρος να μην βάλει τις φωνές για να του δώσουν σημασία. "Αν όχι την ώρα της αγγαρείας, έστω στο γυρισμό, τι στο καλό, κάποιος θα βρεθεί", σκεφτόταν κι έκανε υπομονή, ξεσπώντας τον αναβρασμό του στη δουλειά.

Είχε φτάσει μεσημέρι. Αν ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, ο Λάμπρος θα ένιωθε τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να του καίνε την πλάτη. Αντίθετα, εκείνη τη μουντή μέρα, ένιωσε τις πρώτες στάλες της βροχής. Στάλες χοντρές και επιθετικές, σε συνδυασμό με τα γερά μπουμπουνητά που ακούστηκαν, προμήνυαν μεγάλη κακοκαιρία. Οι δεσμοφύλακες συγκέντρωσαν τους εξόριστους άρον άρον για να επιστρέψουν στα στρατόπεδα. Όχι ότι τους νοιάζονταν, αλλά κανείς τους δεν είχε όρεξη να λουστεί τη βροχή και να γεμίσει βρώμα απ' τις λάσπες. Όλοι βάδιζαν βιαστικά για τα στρατόπεδα, με κοφτές εντολές και βρισίδια, κανείς τους δεν είχε όρεξη για λόγια. Ποιον να πλησιάσει, σε ποιον να μιλήσει ο Λάμπρος, με την καταιγίδα όλο και να δυναμώνει; Ο ιδρώτας, η βροχή και το ψυχρό αεράκι είχαν γίνει ένα στο κορμί του, το μόνο που του έλειπε ήταν ένα βαρύ κρυολόγημα. Αυτό σκεφτόταν πρωτίστως εκείνες τις στιγμές, όσο κατευθυνόταν από τα στρατόπεδα προς το παράπηγμα τους. "Αύριο", καθησύχαζε τον εαυτό του. "Στον πρώτο φρουρό που θα δω μπροστά μου".

Η δυνατή βροχή δεν τον άφηνε να δει καθαρά μπροστά του, μα τα πόδια του είχαν μάθει απ' έξω το μονοπάτι και κινούνταν με όση ταχύτητα του επέτρεπαν η κούραση και η καταιγίδα. Οι τόνοι νερού που έπεφταν από τον ουρανό, καθάριζαν θαρρείς το νέφος του μυαλού του, του φανέρωναν νοερά, σε όλη τη διαδρομή, τη ζωή της οικογένειας του μακριά από κείνο τον άθλιο τόπο, μακριά από τη δυστυχία και τη μιζέρια. Μια ζωή που τζάμπα την είχαν καθυστερήσει.

~~~~~~~~~~

Από τη στιγμή που ξέσπασε η μπόρα, η Ελένη ήταν σαν θηρίο στο κλουβί. Πήγαινε πάνω κάτω, δεν τη χωρούσε ο τόπος. Δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστούν οι καταναγκαστικές εργασίες με τέτοιο παλιόκαιρο, ο Λάμπρος έπρεπε, έπρεπε οπωσδήποτε να γυρίσει, πού στα κομμάτια ήταν; Θα άρπαζε καμιά αρρώστια με τέτοια μπόρα και μετά ποιος τους έσωνε. Κρυφοκοιτούσε με προσοχή έξω κάθε λίγο, μα της φαινόταν πως περνούσε πολλή ώρα και κείνος άφαντος. Οι βροντές έδιναν κι έπαιρναν, η κόρη της τρομαγμένη έβαζε τις φωνές και έπρεπε να την ηρεμεί, ενώ η ίδια έβραζε μέσα της.

Ένα βήμα μες το σπίτι πρόλαβε να κάνει ο Λάμπρος, ασθμαίνοντας ξεψυχισμένος, και βρέθηκε τυλιγμένος με την κουβέρτα και τα χέρια της Ελένης. Και η τελευταία στάλα αντοχής τον εγκατέλειψε, όπως το νερό που έσταζε απ' όλο του το σώμα. Η Λενιώ τον έφερε κοντά στη σόμπα, του σκούπισε τα μαλλιά, τον βοήθησε να απαλλαγεί γρήγορα από τα βρεγμένα ρούχα. Έσυρε την καρέκλα δίπλα στη σόμπα και κείνος σωριάστηκε πάνω της, κουκουλωμένος με την κουβέρτα και πάλι, να συνέλθει το σώμα του. Ο Λάμπρος ένιωσε θαλπωρή σε όλο του το κορμί, δεν ήξερε αν προερχόταν από τη φωτιά της σόμπας ή αν ανέβαζε πυρετό, και καθώς του χε σωθεί το κουράγιο από την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, άφησε τα μάτια του να κλείσουν.

Μάλλον αποκοιμήθηκε για λίγο, όταν, με σφαλιστά μάτια, αισθάνθηκε τα χείλη της Λενιώς να κολλάνε στο μέτωπο του. "Μια χαρά είσαι, λεβεντόπαιδο Σεβαστέ", ακούστηκε ανακουφισμένη. Το χέρι της διέσχισε τα μαλλιά και σταμάτησε στο μάγουλο του. Τα μάτια του μισάνοιξαν αδύναμα, είδε τη μορφή της χαμογελαστή. Χαμογέλασε και ο ίδιος αχνά. Στο τραπέζι ακουμπισμένο ένα πιάτο φαγητό τον περίμενε. Το κοίταξε, την κοίταξε, με βλέμμα κουρασμένο και παρακλητικό. Κάθισε απέναντι του και άρχισε να τον ταΐζει. Μια άξαφνη βροντή τρόμαξε την κόρη τους, που άρχισε πάλι να κλαίει. Η Λενιώ παράτησε το πιάτο και τινάχτηκε να ηρεμήσει το μωρό. "Καρδούλα μου, ο μπαμπάς ήρθε. Γύρισε ο Λάμπρος μου και είναι καλά, ψυχή μου". Μιλούσε στο βρέφος, μα η άκρη του ματιού της ήταν πάνω του. Η καρδιά του Λάμπρου μάτωσε. Αν τυχόν αρρώσταινε, μετά τα σημερινά, η Λενιώ δεν θα τα 'βγαζε πέρα, να νταντεύει και τους δύο. "Φέρτη μου λίγο", της ζήτησε. Ευτυχώς, ένιωθε όλο και καλύτερα. Το μωρό έβγαλε έναν ήχο ευχαρίστησης στην αγκαλιά του. "Κοριτσάκι μου, μεγάλωσες εσύ ή μου φαίνεται; Σε ταΐζει καλά η μαμά, σε προσέχει πολύ η Λενιώ μου, ε;"

Μείνανε αγκαλιασμένοι και οι τρεις δίπλα στη ζεστασιά της σόμπας για ώρα, και η μικρούλα δεν ταράχτηκε από κανένα άλλο μπουμπουνητό...

~~~~~~~~~~

Η Ευτυχία τους κοίταξε από μακριά και ένιωσε ευτυχισμένη. Άφησε για λίγο τα νήματα σ' εκείνο ακριβώς το σημείο και ξεκούρασε τα δάχτυλα της. Η καταιγίδα ίσως καθυστερούσε ελάχιστα τα σχέδια της, μα δεν την πείραζε. Όλα πήγαιναν ρολόι, όπως τα ήθελε. Το νερό που κυλούσε ορμητικό παντού στο νησί παρέσερνε μακριά από την οικογένεια τον πόνο και την αγωνία. Η ατμόσφαιρα θα ήταν αναζωογονημένη και πεντακάθαρη όταν θα άλλαζαν όλα...

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now