ΜΝΗΜΕΣ

345 17 0
                                    

Ο φόβος και η αγωνία, αν και πάντα παρόντες, κατέκλυσαν ακόμα πιο έντονα τη ζωή τους. Ο Λάμπρος αναγκαζόταν να αποχωρίζεται τη γυναίκα, την κόρη και τη βέρα του αχάραγα. Η Ελένη τον αποχαιρετούσε με δάκρυα στα μάτια, προσευχόμενη να επιστρέψει σώος. Κάποιες μέρες τους υποχρέωναν να ξεφορτώνουν σακιά με προμήθειες, όλες των στρατιωτών, ή να καθαρίζουν εκείνο το σαπιοκάραβο, που μετέφερε αγαθά και ψυχές. Όσο και να το 'τριβαν εκείνο το πλεούμενο, ούτε στάλα δεν θα 'φευγε η βρώμα και η δυσωδία του! Άλλοτε, τους ανάγκαζαν να καθαρίζουν εκτάσεις γης, όλο χόρτα, λάσπη και πέτρα, τάχα ότι θα φτιάχνονταν δρόμοι. Κουραφέξαλα, τι δρόμοι μες τις ερημιές! Σκέτα καψόνια, δηλαδή! Η πιο υποφερτή, αν μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, αγγαρεία για το Λάμπρο, ήταν οι γεωργικές εργασίες. Αυτή η ασχολία του 'φερνε μνήμες όμορφες, του θύμιζε τη ζωή στο χωριό του. Τα χέρια του κινούνταν μηχανικά, ενώ το μυαλό ξεχνιόταν, φανταζόταν πως δούλευε τη γη του τόπου του, αντάμα με τους συγχωριανούς του. Αλλά η οργισμένη φωνή ενός φρουρού τον επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. Και το κόψιμο των ξύλων, που τους ανέθεταν καμιά φορά, το 'κανε σαν να προνοούσε για τις κρύες μέρες στο Διαφάνι. Άμα έπεφταν και σε κανέναν φιλεύσπλαχνο φύλακα, ίσως άφηνε τους εξόριστους να πάρουν κάνα κούτσουρο, από τα μικρότερα, για να ζεσταθούν και οι ίδιοι. Δήθεν χαρτζιλίκι, για την καλή δουλειά τους...

Η πατρική αγάπη, που όλο και φούντωνε στην καρδιά του, και η λατρεία του για την Ελένη όπλιζαν το Λάμπρο με δύναμη να υπομένει τα πάντα στωικά. Σαν πλησίαζε το δειλινό και οι εργασίες σταματούσαν, επέστρεφε κατάκοπος, με την ψυχή στο στόμα, και μόνο σαν έβλεπε τη Λενιώ και το μωρό τους ασφαλείς γαλήνευε το μέσα του. Εκείνη, εμφανίζοντας τη βέρα του, κάθε βράδυ τον αρραβωνιαζόταν πάλι. Το χάδι και το φιλί της Ελένης εξαφάνιζαν κάθε κούραση, ενώ μια αγκαλιά στην κόρη του γέμιζε το Λάμπρο αντοχή και θάρρος για την επόμενη μέρα.

~~~~~~~~~~

Ο Πανάγος εξακολουθούσε να είναι ο αόρατος υποστηρικτής τους. Πέρα από τις προμήθειες που συνέχιζε να τους παρέχει με κάθε ευκαιρία, κατάφερε μια φορά να απομακρύνει την κυρά-Άννα από την καταναγκαστική εργασία της μέρας και να την συνοδέψει, απ' τα κρυφά τους μονοπάτια, ως το παράπηγμα της Ελένης και του Λάμπρου. Μια ματιά στο βρέφος, που φαινόταν μια χαρά, δόξα τω θεώ, δυο κουβέντες και μια αγκαλιά συμπαράστασης στη Λενιώ. Μόνο εκείνη είχε η Λενιώ για να εκφράσει την πίκρα και την αγωνία της και με το ζόρι αποχωρίστηκε τη ζεστή αγκαλιά της. Δέκα λεπτά με το ρολόι, μες το άγχος. Τόσο κράτησε για την γλυκιά γυναίκα η ανάμνηση της παλιάς της ζωής. Αυτή, που παλιά σε όποιο σπίτι έμπαινε δεν την άφηναν να φύγει και χωράτευε με τις ώρες...

ΑΝΑΤΟΛΗWhere stories live. Discover now