Διακοπές

995 62 5
                                    


«είσαι σίγουρος; μήπως δεν πρέπει να πάμε;»
Η Σεχραζάτ είχε γεμίσει αμφιβολίες. Αυτές οι διακοπές θα ήταν κάπως διαφορετικές από αυτές που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια.
«βρε μωρό μου, είναι συνάδελφος μου στο πανεπιστήμιο και θέλει να συναντηθούμε. Τόσο καιρό του λέω συνέχεια όχι»
Ένας συνάδελφος καθηγητής από το πανεπιστήμιο είχε καλέσει το ζευγάρι ώστε να περάσουν μαζί δύο εβδομάδες. Η Σεχραζάτ ήταν αρνητική από την αρχή, ενώ ο Ομέρ είχε ενθουσιαστεί από την πρώτη στιγμή με την ιδέα.
«πες τους ότι έχουμε κανονίσει»
«δεν είναι ωραίο να λέμε ψέμματα, Σεχραζάτ»
Λέει καθώς σηκώνεται από την καρέκλα, ώστε να την πλησιάσει από πίσω. Η Σεχραζάτ παρέμενε ακίνητη στη θέση της, ανακατεύοντας το φαγητό της μηχανικά.
«είναι ένα πολύ αθώο ψεματάκι»
«όλοι έτσι ξεκινάνε, και στο τέλος καταλήγουν να γίνουν σαν τον Πινόκιο»
Λέει πειραχτικά ενώ της τσιμπάει την μύτη, κάνοντας την να γελάσει. Την φιλάει στο μάγουλο και μετά στην γωνιά του ματιού της.
«δύο εβδομάδες είναι Σεχραζάτ μου, θα περάσουν γρήγορα, ούτε που θα το καταλάβεις. Άσε που είμαι σίγουρος ότι θα τον συμπαθήσεις»
Η Σεχραζάτ αφήνει ένα ειρωνικό ρουθούνισμα καθώς ακούει την τελευταία πρόταση του άντρα της.
«και γιατί είσαι σίγουρος;»
«επειδή ο Ονούρ εκτός από καθηγητής στο πανεπιστήμιο, είναι και συγγραφέας. Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία ως τώρα, και σε πληροφορώ ότι πήγανε πάρα πολύ καλά!»
Η τέχνη ήταν κάτι που ενδιέφερε την Σεχραζάτ, μιας και ήταν επαγγελματίας φωτογράφος. Αλλά η γνώμη της δεν άλλαζε.
«επιμένω ότι δεν θέλω να πάμε εκεί»
Απαντάει, καθώς τεντώνει το σώμα της, ώστε να πάρει το αλάτι από το ντουλάπι.
«αν δεν δοκιμάσεις, δεν μπορείς να είσαι σίγουρη»
Αποκρίνεται με απόλυτη σιγουριά ο Ομέρ, και προλαβαίνει να αρπάξει το αλάτι, πριν το πιάσει η Σεχραζάτ.
«κι όμως μπορώ!»
Λέει με σιγουριά ενώ παίρνει το αλάτι από το χέρι του. Εκείνος γελάει, απολαμβάνοντας αυτή την μικρή διαφωνία μεταξύ τους.
«θα περάσουμε ωραία. Σκέψου, ύπαιθρος, βουνό, πράσινο παντού, δέντρα, ησυχία...»
Όλα αυτά ακουγόντουσαν πολύ δελεαστικά, όμως η Σεχραζάτ είχε πολλές αμφιβολίες. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την προειδοποιούσε να μην πάνε, απλώς είχε ένα κακό προαίσθημα για αυτό το ταξίδι και το έβγαζε έτσι, με αυτόν τον τρόπο. Ο Ομέρ όμως δεν το καταλάβαινε, και απλά επέμενε.
«αγάπη μου, θα ήταν καλύτερο αν-»
«Σεχραζάτ, σταμάτα να το σκέφτεσαι τόσο πολύ. Απλά πες ένα ναι, σε παρακαλώ!»
Τον κοιτάζει μέσα στα μάτια, διαπιστώνοντας την επιθυμία που είχε γεννηθεί μέσα του. Το ήθελε πολύ αυτό το ταξίδι, πράγμα που έκανε την Σεχραζάτ να αισθάνεται τύψεις ξαφνικά. Δεν μπορούσε να του το χαλάσει επειδή είχε ένα ανόητο προαίσθημα. Γυρίζει από την άλλη, ακουμπώντας τα χέρια της στο στήθος του.
«αφού το θέλεις τόσο πολύ.... ας πάμε»
Λέει τελικά, υποκύπτοντας στην επιθυμία του. Ο Ομέρ της χαρίζει ένα από τα πιο πλατιά του χαμόγελα. Έπειτα την αρπάζει από την μέση και ξεκινά να την στριφογυρίζει μέσα στην κουζίνα. Η Σεχραζάτ γελάει δυνατά, σαν μικρό κοριτσάκι που μόλις πήρε το δώρο των γενεθλίων του.
«σε ευχαριστώ μωρό μου. Είμαι σίγουρος πως δεν θα το μετανιώσεις»
Η Σεχραζάτ αμφέβαλλε για αυτό, αλλά αποφασίζει να κρατήσει το στόμα της συνειδητά κλειστό. Τώρα είχε προτεραιότητα η χαρά του συζύγου της.

«άρα για άλλη μια φορά, υπέκυψες στις γλύκες του αντρούλη σου»
Η Ζεϊνέπ καθόταν ως συνήθως στον ξύλινο σκαμπό, χρωματίζοντας τον καινούργιο της πίνακα, δίνοντας του ζωή.
«δεν ήταν γλύκες. Το ήθελε πολύ, και τέλος πάντων, είναι χαζό εκ μέρους μου να αρνούμαι επειδή έχω απλά ένα ανόητο προαίσθημα»
Η Ζεϊνέπ ρουθουνίζει.
«μα δεν είναι αυτό το θέμα»
«και τότε ποιο είναι ψυχολόγε μου;»
Αποκρίνεται ειρωνικά η Σεχραζάτ, συνεχίζοντας να κόβει βόλτες στο σαλόνι, κρατώντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.
«το θέμα είναι ότι κάθε φορά κάνεις υποχωρήσεις. Αν θέλει ο Ομέρ μαύρο, τότε θα είναι μαύρο, αν θέλει ο Ομέρ να είναι μπλε, τότε θα είναι μπλε. Δεν είναι έτσι τα ζευγάρια Σεχραζάτ μου!»
Η Ζεϊνέπ είναι μία δυναμική γυναίκα. Μπορεί να είχε λίγες ερωτικές σχέσεις στη ζωή της, αλλά ήξερε να διαβάζει καλά τους ανθρώπους. Παρατηρούσε από μακριά, και σιγά σιγά μάθαινε, σαν αρπακτικό. Για αυτό η Σεχραζάτ την άκουγε προσεκτικά, σε κάθε συμβουλή που της έδινε, αλλά στο θέμα του Ομέρ υπήρχε ένα μικρό προβληματάκι.
«και πως είναι τότε;»
«τα ζευγάρια πρέπει να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Δεν το έχεις ξανά ακούσει αυτό;»
«φυσικά και το έχω ξανά ακούσει, απλά ο Ομέρ-»
«ο Ομέρ έχει καταφέρει να σε υποτάξει ολοκληρωτικά, και εσύ απλά δέχεσαι τα θέλω του παθητικά, σαν να είναι πλέον μια καθημερινή ρουτίνα»
Η Σεχραζάτ την κοιτάζει απαξιωτικά. Φυσικά και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άντρας της καταπατούσε τα θέλω της. Η Ζεϊνέπ απλά προσπαθούσε να της δημιουργήσει ανασφάλειες, αυτό είναι όλο.
«τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα»
«βέβαια, τώρα... ας αλλάξουμε θέμα»
Λέει καθώς παίρνει το κόκκινο χρώμα από το πάτωμα.
«τέλος πάντων, δεν είναι ακόμα ώριμη η σκέψη σου ώστε να με καταλάβεις»
Συμπληρώνει και παίρνει το πινέλο της ώστε να χρωματίσει τον πίνακα. Η Σεχραζάτ ξεφυσάει, φανερά αγανακτισμένη. Δεν συμφωνούσαν, κι αυτό φαινόταν από χιλιόμετρα. Η Σεχραζάτ παρέμενε πιστή στον γάμο της, στον άντρα της, ενώ η Ζεϊνέπ της έδειχνε ότι αυτό που αποκαλούσε παράδεισος, τελικά ίσως και να ήταν η κόλαση.

Μη φοβάσαι τη φωτιάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora