Το ίδιο βράδυ, ο Ονούρ βρίσκεται στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, περιμένοντας την άφιξη της. Το πόδι του χτυπάει νευρικά το γυαλιστερό πλακάκι, ενώ το βλέμμα του πηγαινοέρχεται από το ρολόι του τοίχου, στην κοπέλα στη ρεσεψιόν, και από την κοπέλα στο ασανσέρ. Την περίμενε εδώ και δέκα λεπτά, αλλά ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Κοιτάζει ξανά την κοπέλα στην ρεσεψιόν, η οποία είχε μείνει γοητευμένη από το παρουσιαστικό του. Χωρίς να το ξανά σκεφτεί, βαδίζει αποφασιστικά προς το μέρος της. Εκείνη παίρνει μια απότομη εισπνοή, διορθώνοντας σβέλτα τα κοντοκουρεμένα της μαλλιά.
«συγγνώμη, μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;»
«όσες θέλετε»
Του απαντά, έχοντας ένα πιο πλατύ χαμόγελο από όσο θα έπρεπε. Ο Ονούρ το αγνοεί και συνεχίζει.
«μήπως γνωρίζετε αν η κοπέλα στο τριακόσια πέντε είναι εδώ; γιατί την περιμένω πολύ ώρα, και-»
«Ονούρ;»
Η φωνή της ακούγεται καθαρά στα αυτιά του. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι, για να την δει να περπατά με χάρη προς το μέρος του. Χωρίς να το κρύψει, αφήνει ένα στραβό χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπο του.
«καλησπέρα»
Λέει μόλις φτάνει κοντά του. Το άρωμα της βανίλιας εισβάλλει αμέσως στις αισθήσεις του, και το χαμόγελο του γίνεται ένα κλικ μεγαλύτερο.
«γειά»
«πάμε;»
Ρωτάει, παριστάνοντας την κουρασμένη. Ο Ονούρ δαγκώνει το κάτω χείλος του, εμποδίζοντας τον εαυτό του από το να γελάσει.
«πάμε»
Απαντάει και την ακολουθεί ως την έξοδο, με τα μάτια του να πηγαινοέρχονται στους άντρες που περιμένανε στη ρεσεψιόν. Αν και η Σεχραζάτ είχε ντυθεί απλά, εξακολουθούσε να τραβάει τα βλέμματα πάνω της, κάτι που έκανε τον Ονούρ να αισθάνεται περηφάνια, παρά δυσφορία.
«που θα πάμε;»
Ρωτάει μόλις βγαίνουν από το ξενοδοχείο. Εκείνος δεν της απαντά, απλώς περπατά προς σε μια μαύρη μηχανή, η οποία ήταν παρκαρισμένη μπροστά τους. Το σήμα της BMW γυάλιζε επάνω στο πλαστικό, ενώ η θέα του φαινόταν δεσποτική, όπως ένα περήφανο λιοντάρι.
«θα ανέβεις;»
Την ρωτάει, καβαλώντας παράλληλα την σέλα. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με το στόμα να χάσκει από το σοκ.
«δικό σου είναι αυτό;»
«ακόμη και οι ρόδες του»
Απαντάει, με μια δόση χιούμορ στον τόνο της φωνής του. Κάνει μερικά δειλά βήματα προς το μέρος του, κοιτάζοντας έντονα την μαύρη μηχανή.
«πολύ το σκέφτεσαι»
«είναι που...»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση της. Ο Ονούρ νιώθει τώρα την περιέργεια να τον κατατρώει.
«που, τι;»
«δεν έχω ξανά ανέβει σε μηχανή»
Απαντάει τελικά, αφήνοντας τον εμβρόντητο.
«ποτέ;»
Ρωτάει, για επιβεβαίωση. Εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
«ποτέ»
Απαντάει και τα γαλανά της μάτια υψώνονται στα δικά του. Ο Ονούρ ένιωθε ήδη την περηφάνια να φουσκώνει το στήθος του. Θα έχει μία πρώτη φορά μαζί μου. Αυτή η σκέψη τον έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο χαρούμενος.
«έλα, ανέβα»
Την παροτρύνει, βάζοντας μπρος την μηχανή. Δεν χρειάζεται να της το ξαναπεί. Ανεβαίνει πίσω του, ακουμπώντας τα χέρια της στους γοφούς του.
«κράτα με καλά»
«και έτσι εντάξει είμαι»
Απαντάει εκείνη, δείχνοντας να έχει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Ο Ονούρ δαγκώνει το κάτω χείλος του, μπαίνοντας στον πειρασμό να την πειράξει λίγο. Ξεκινά την μηχανή, μπαίνοντας ομαλά στην κυκλοφορία. Εκεί που είναι έτοιμος να γκαζώσει, νιώθει τα χέρια της να τυλίγονται διστακτικά γύρω από την μέση του. Ίσως τελικά να μην χρειαστεί να σε τρομάξω. Σκέφτεται, αφήνοντας ένα πλατύ χαμόγελο περηφάνιας να απλωθεί στο πρόσωπο του.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...