Όλα καίγονται

422 46 10
                                    

«τι κάνεις εδώ;»
Τον ρωτάει, αλλά για κάποιον λόγο, δεν νιώθει έκπληξη. Εκείνος την πλησιάζει με αργά βήματα.
«νιώθω ότι δεν έχω βασανιστεί περισσότερο στη ζωή μου, από ότι απόψε»
Η φωνή του ακούγεται βραχνή, απόλυτα ερωτική. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με ήρεμο βλέμμα και με τα χείλη της μισάνοιχτα. Τώρα στέκεται μπροστά της, με το σώμα του να εκπέμπει θέρμη.
«προσπαθούν τα μάτια μου να σε χορτάσουν, αλλά υπάρχουν τόσοι περιορισμοί εκεί έξω»
Πλέον μονολογούσε, χαμένος μέσα στον απέραντο ωκεανό των ματιών της.
«παίζεις συνεχώς με το μυαλό μου, κι εγώ σαν πρωτάρης πέφτω στην παγίδα σου. Και το γελοίο είναι ότι μου αρέσει»
Ψιθυρίζει με το πρόσωπο του να πλησιάζει αργά το δικό της. Η Σεχραζάτ ξεροκαταπίνει. Ήξερε πως αυτό είναι λάθος, ήξερε ότι αργότερα θα το μετάνιωνε, αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει πλέον τον εαυτό της. Δεν είχε τη δύναμη να του αντισταθεί περισσότερο. Ήθελε να δει πως είναι να αγγίζεις το απαγορευμένο, πως είναι να το νιώθεις, να το γεύεσαι. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την τολμηρή Σεχραζάτ να βγαίνει στην επιφάνεια, αλλά δεν είχε το χρόνο να το επεξεργαστεί, επειδή ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον Ονούρ.
«αν θέλεις να μου ξεφύγεις... καλύτερα να το κάνεις τώρα»
Την προειδοποιεί, καθώς τα ακροδάχτυλα του ακουμπούν το γυμνό της γόνατο. Αυτόματα η Σεχραζάτ νιώθει το δέρμα της να παίρνει φωτιά, λες και το άγγιγμα του έχει την ικανότητα να την κάψει.
«κι αν... δεν θέλω να ξεφύγω;»
Ρωτάει με το χέρι της να ακουμπά πάνω στο δικό του. Αυτόματα ο Ονούρ νιώθει έναν δυνατό ηλεκτρισμό να σαρώνει όλο του το κορμί. Τι είναι αυτό; Σκέφτεται, με το μέτωπο του να ζαρώνει.
«εσύ τρέμεις»
Συνειδητοποιεί Η Σεχραζάτ, παρακολουθώντας με έκπληξη τον Ονούρ να χάνει σιγά σιγά τον έλεγχο του εαυτού του.
«με καίς Σεχραζάτ»
Ψελλίζει αδύναμα μέσα από τα δόντια του, και την επόμενη στιγμή, η Σεχραζάτ βρίσκεται καθισμένη πάνω στον πάγκο του νιπτήρα. Ο Ονούρ προλαβαίνει να μπει ανάμεσα στα πόδια της, με το χέρι του να ανεβάζει το φόρεμα της σιγά σιγά προς τα πάνω. Η γυναίκα τον ατενίζει με φόβο.
«τι είναι; πες μου;»
«φοβάμαι Ονούρ. Φοβάμαι ότι όλο αυτό θα με κάψει»
Απαντά λιτά, με το κάτω χείλος της να τρέμει από αμφιλεγόμενα συναισθήματα. Φόβος και πάθος, αυτά κυριαρχούν ανάμεσα τους, αυτά παίζουν με την φωτιά. Ο Ονούρ της χαμογελάει σχεδόν τρυφερά, καθώς το χέρι του ανεβαίνει στο πρόσωπο της.
«τότε αξίζει να καούμε και οι δυο»
Αποκρίνεται με την μύτη του να τρίβεται αργά στη δική της. Ο Ονούρ ήξερε ότι δεν είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους. Έπρεπε να επιστρέψουν πίσω, να αντιμετωπίσουν ξανά εκείνο το παράλογο θέατρο που δημιούργησαν αυτοί οι ίδιοι. Η ανάσα του αγγίζει τη δική της, τα χείλη του πλησιάζουν, έτοιμα να μοιραστούν ένα θανάσιμο μυστικό με τα δικά της.
«ανοίξτε επιτέλους!»
Η αγανακτισμένη φωνή μιας άγνωστης γυναίκας, τους κάνει να ξυπνήσουν απότομα από το όνειρο. Ο Ονούρ ισιώνει το σώμα του, κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω.
«δεν είναι ούτε ο κατάλληλος τόπος, αλλά ούτε και ο κατάλληλος τρόπος για να συμβεί αυτό»
Λέει σιγανά, κοιτώντας την ευθεία μέσα στα μάτια. Η Σεχραζάτ κατεβαίνει από τον πάγκο, διορθώνοντας τα μαλλιά της.
«ίσως να μην υπάρξει δεύτερη ευκαιρία»
Πετάει ξαφνικά, αφήνοντας εμβρόντητο τον Ονούρ.
«τι εννοείς;»
Το μετάνιωσε, σίγουρα το μετάνιωσε. Που να πάρει η οργή! Σκέφτεται, σφίγγοντας παράλληλα τα δόντια του. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει τόσο αθώα, σαν άγγελος. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τον Ονούρ να κάνει βρώμικες σκέψεις.
«ο χρόνος θα δείξει»
Απαντάει λιτά, ανασηκώνοντας παράλληλα αδιάφορα τους ώμους της. Ο Ονούρ την κοιτάζει σαστισμένος για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά σκάει ένα στραβό χαμόγελο.
«τελικά σου αρέσει να παίζεις μαζί μου»
Η γυναίκα χαμογελάει, με τα μάτια της να λάμπουν.
«μόλις άρχισα Ονούρ»
Εκείνος δαγκώνει το κάτω χείλος του, κάνοντας τιτάνιες προσπάθειες για να μην της ξανά ορμήξει.
«θα ανοίξετε καμιά φορά; η πρέπει να φωνάξω την ασφάλεια;»
Ήταν ξεκάθαρο ότι η γυναίκα εκεί έξω είχε εξαγριωθεί. Ο Ονούρ χαμογελάει συνωμοτικά στην Σεχραζάτ, καθώς της διορθώνει το φόρεμα.
«θα βγω εγώ πρώτος»
«εντάξει»
Του απαντάει, έχοντας ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπο της. Τον παρακολουθεί να βαδίζει προς την πόρτα ώστε να την ξεκλειδώσει.
«αμάν βρε παιδιά, εδώ βρήκατε;»
Λέει η άγνωστη γυναίκα καθώς πλησιάζει ανυπόμονα την πρώτη τουαλέτα. Η Σεχραζάτ νιώθει ένα κοκκίνισμα ντροπής να βάφει τα μάγουλα της. Από την άλλη ο Ονούρ της γελούσε σαν έφηβος.
«τα λέμε στο τραπέζι»
Λέει καθώς της κλείνει το μάτι. Έπειτα εξαφανίζεται από τις τουαλέτες, αφήνοντας μία έκπληκτη αλλά ταυτόχρονα περήφανη Σεχραζάτ. Δεν το πιστεύω ότι το έκανα εγώ αυτό. Σκέφτεται, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο της. Βρισκόταν τόσο κοντά του, κι αν δεν είχε εμφανιστεί αυτή η γυναίκα, τότε σίγουρα θα διεκδικούσε τα χείλη της. Ίσως δεν έπρεπε να γίνει εδώ. Αυτή όμως η σκέψη γεννά τύψεις μέσα της. Το χαμόγελο χάνεται σιγά σιγά από τα χείλη της. Τι πήγα να κάνω; και χαίρομαι κιόλας για τον εαυτό μου! Η Σεχραζάτ ξαφνικά ένιωσε αηδία και θυμό για τον εαυτό της.

Μη φοβάσαι τη φωτιάOnde histórias criam vida. Descubra agora