Μια πικρή συνειδητοποίηση

449 48 1
                                    

Την επόμενη μέρα, αποφασίζουν να βγουν για μια βόλτα στην πόλη. Η Λεϊλά κοιτούσε ακατάπαυστα τις βιτρίνες, με τον Ομέρ να προσπαθεί να της πιάσει συνεχώς την κουβέντα. Πίσω τους περπατούσαν η Σεχραζάτ μαζί με τον Ονούρ, μόνο που εκείνη δεν τολμούσε να του ρίξει ούτε μισό βλέμμα. Ήθελε να τον κρατήσει σε απόσταση. Όσο πιο μακριά της βρισκόταν, τόσο πιο ασφαλής ένιωθε. Ο Ονούρ όμως δεν ήταν αποφασισμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα.
«δεν μου μιλάς»
Λέει ενώ τώρα περπατά δίπλα της. Δεν του απαντά, παριστάνοντας την αδιάφορη, σαν να μην τον άκουσε.
«δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις»
Αυτόματα τα βήματα της σταματούν, και τα φουρτουνιασμένα της μάτια στρέφονται επάνω του.
«ούτε κι αυτό που κάνεις εσύ είναι σωστό!»
Λέει σιγανά, ώστε να μην τους ακούσουν οι άλλοι μπροστά. Ο Ονούρ κάνει ένα βήμα κοντά της, νιώθοντας έντονα την επιθυμία να αγγίξει το πρόσωπο της.
«τι κάνω εγώ δηλαδή που δεν είναι σωστό;»
Ρωτάει ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι του.
«ξέρεις!»
Απαντά, κοιτάζοντας τον βλοσυρά. Ο Ονούρ μόλις είχε φτιάξει την τέλεια παγίδα, και δυστυχώς η Σεχραζάτ έπεσε μέσα.
«τι ξέρω;»
Η Σεχραζάτ κουνάει αγανακτισμένα το κεφάλι της.
«είσαι γελοίος»
Λέει ενώ κάνει να φύγει από κοντά του. Τα δάχτυλα του τυλίγουν τον αγκώνα της, κρατώντας την σταθερή στη θέση της. Το βλέμμα της στρέφεται ξανά στο δικό του, νιώθοντας πιο φοβισμένη από ποτέ.
«να το πάλι αυτό το ύφος»
Ψιθυρίζει, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Η Σεχραζάτ ρίχνει μια σύντομη ματιά μπροστά της, για να ανακαλύψει πως ο Ομέρ και η Λεϊλά δεν τους έδιναν καμία απολύτως σημασία.
«ας μιλήσουμε ξεκάθαρα Σεχραζάτ»
Ξανά στρέφει το βλέμμα της επάνω του.
«τι θέλεις από μένα πια; γιατί με βασανίζεις;»
Το ύφος του άντρα ήταν σοβαρό, και γεμάτο αποφασιστικότητα. Η Σεχραζάτ φοβόταν πλέον για τις επόμενες λέξεις του. Ο Ονούρ σηκώνει τα μάτια, βλέποντας ότι ο Ομέρ είχε έρθει λίγο πιο κοντά στην Λεϊλά. Αυτή είναι η ευκαιρία μου!
«απόψε θα με συναντήσεις στον κήπο. Εκεί θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα»
Λέει λιτά, αφήνοντας απρόθυμα το χέρι της. Η Σεχραζάτ ένιωθε πως επιτέλους μπορούσε να αναπνεύσει φυσιολογικά. Αμέσως κάνει τρία βήματα, ώστε να ξεφύγει από τα πανίσχυρα μάγια του. Του ρίχνει ένα θυμωμένο βλέμμα, γεμάτο ένταση.
«δεν πρόκειται να έρθω»
Του ανακοινώνει και μετά φεύγει, πλησιάζοντας τους άλλους δύο. Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του Ονούρ. Ήταν σίγουρος ότι έλεγε ψέμματα. Έπαιξε την ζαριά του και ήταν σίγουρος ότι θα κερδίσει.

Το ίδιο βράδυ, η Σεχραζάτ βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διαβάζοντας ένα βιβλίο. Το δωμάτιο ήτανε άδειο και στον κάτω όροφο δεν ακουγόταν τίποτα πλέον. Παραδόξως, όλοι είχαν πέσει νωρίς στα κρεβάτια τους σήμερα. Άθελά της η σκέψη της πήγε σε εκείνον. Αναρωτιόταν αν την περίμενε να εμφανιστεί στον κήπο. Αμέσως κουνάει το κεφάλι, θέλοντας να διώξει αυτή την σκέψη από το κεφάλι της. Εκείνη την στιγμή, μπαίνει ο Ομέρ μέσα στο δωμάτιο, έχοντας μονάχα μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τους γοφούς του.
«τι έγινε; δεν κοιμήθηκες ακόμα;»
Ρωτάει, σκουπίζοντας παράλληλα τα βρεγμένα του μαλλιά με μια μικρότερη πετσέτα. Η γυναίκα τον κοιτούσε με λαχτάρα. Τις τελευταίες μέρες ούτε που την άγγιζε, σαν να προσπαθούσε να την αποφύγει. Χωρίς ενδοιασμούς, κλείνει το βιβλίο και σηκώνεται από το κρεβάτι, ώστε να τον πλησιάσει.
«Σεχραζάτ;»
«ξάπλωσε μαζί μου»
Του ζητάει με χαμηλή ερωτική φωνή, καθώς παίρνει την πετσέτα από τους ώμους του. Ο Ομέρ αφήνει ένα μικρό γελάκι να ξεφύγει από τα χείλη του.
«Σεχραζάτ, τι έπαθες;»
Ρωτάει, κοιτάζοντας έκπληκτος την γυναίκα του. Η αλήθεια είναι πως δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιες διαχυτικότητες.
«απλώς θέλω τον άντρα μου, τόσο κακό είναι;»
Αντιγυρίζει και την επόμενη στιγμή τα χείλη της βρίσκουν το δέρμα του λαιμού του, εισπνέοντας παράλληλα το άρωμα από το αφρόλουτρο.
«μωρό μου...»
Πετάει ξαφνικά ενώ την πιάνει από τους ώμους. Το ερωτηματικό της βλέμμα συναντά το δικό του.
«πολύ θα το ήθελα, αλλά είμαι πτώμα»
Η δικαιολογία του είναι ένα μαχαίρι στην καρδιά της Σεχραζάτ. Με απορρίπτει; Η σκέψη και μόνο έστελνε ρίγη φόβου στο κορμί της.
«έλα, ας πέσουμε για ύπνο»
Προσθέτει και μετά της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο, νομίζοντας πως έτσι θα ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Η Σεχραζάτ κλείνει το στόμα, και απλά πέφτει στο κρεβάτι, τραβώντας το σεντόνι ως τους ώμους της. Ο Ομέρ σβήνει τα φώτα και πέφτει δίπλα της, χωρίς να κάνει τον κόπο να φορέσει κάτι.
«καληνύχτα μωρό μου»
Λέει καθώς την φιλάει στο μάγουλο και έπειτα της γυρίζει την πλάτη. Είχαν αλλάξει πολλά τελικά τα τελευταία χρόνια. Όταν είχαν πρώτο παντρευτεί, έμοιαζαν πολύ ερωτώμενοι. Δεν υπήρχε στιγμή που να μην αγκαλιάζονταν η να μην φιλιούνται. Ναι, κάποτε όλα έμοιαζαν ιδανικά, τώρα όμως; τι γίνεται τώρα; Μήπως τελικά η Ζεϊνέπ είχε δίκιο; μήπως ο γάμος μου έχει φτάσει στο τέλος του; Αυτή η σκέψη της φαινόταν πάντοτε τόσο τρομακτική, ακόμη και τώρα. Κοιτάζει τον τοίχο απέναντι, παρατηρώντας τις σκιές από τα κλαδιά του δέντρου να χορεύουν μέσα στο ημίφως του φεγγαριού. Άραγε εκείνος να την περίμενε κάτω στον κήπο; αν επιχειρούσε να κατέβει τώρα, θα τον έβρισκε εκεί; η θα είχε εξαφανιστεί;

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now