Το πόδι του χτυπούσε νευρικά το πάτωμα. Τα πράσινα του μάτια κοιτούσαν ανήσυχα τον χώρο. Μα που είναι; λες να άλλαξε γνώμη; λες να μην έρθει τελικά;
«θα σταματήσεις επιτέλους να είσαι τόσο νευρικός;»
Αναφωνεί με θυμό ξαφνικά Λεϊλά, η οποία κάθεται δίπλα του στο τραπέζι.
«αν δεν σου αρέσει, τότε σήκω και φύγε»
Απαντάει, ρίχνοντας της ένα εξαγριωμένο βλέμμα. Η Λεϊλά του χαμογελά αυτάρεσκα.
«δεν σκοπεύω να σου το κάνω τόσο εύκολο, γλυκέ μου»
Η ειρωνεία ξεχειλίζει από τον τόνο της φωνής της. Ο Ονούρ ξεφυσάει για χιλιοστή φορά, στρέφοντας την προσοχή του στην είσοδο του εστιατορίου. Εκείνη την στιγμή, την βλέπει να μπαίνει μέσα, αποπνέοντας έναν δυναμικό αέρα. Αυτόματα νιώθει τον λαιμό του να ξερένεται και τα χείλη του να μισανοίγουν. Δεν μπορεί. Σκέφτεται, με το βλέμμα του να σαρώνει το κορμί της. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα που έφτανε πάνω από τα γόνατα της. Τα μαλλιά της ήταν ελαφρώς σπαστά στις άκρες, δημιουργώντας μικρές μπούκλες, και το μακιγιάζ της ήταν τόσο απλό, αλλά αρκετό για να σε κάνει να την προσέξεις. Ο Ονούρ ένιωθε ζήλια, όχι επειδή την κοιτούσαν κι άλλοι άντρες μέσα σε αυτό το εστιατόριο, αλλά επειδή δεν ήταν δική του, επειδή δεν ανήκε σε αυτόν. Πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να έχει μια γυναίκα δική του. Αμέσως κουνάει το κεφάλι του, προσπαθώντας να αποσπάσει τον εαυτό του από την ακαταμάχητη Σεχραζάτ. Απόψε είναι μια κινητή βόμβα για εμένα. Σκέφτεται. Ο Ομέρ οδηγεί περήφανα την σύζυγο του στο τραπέζι όπου βρισκόταν ο φίλος του μαζί με την κοπέλα του.
«γειά σας»
Αναφωνεί πρώτος ο Ομέρ μόλις φτάνουν κοντά τους.
«καλησπέρα»
Η φωνή του Ονούρ ακούγεται τόσο χαμηλή, τόσο βραχνή. Η Λεϊλά δίπλα του ένιωθε την ζήλια να την καίει, να σαρώνει κάθε σπιθαμή του κορμιού της, να την τρυπάει σαν καρφί. Το βλέμμα της στρέφεται στην Σεχραζάτ, η οποία φαίνεται πως είχε κλέψει την παράσταση για απόψε.
«ωραίο ντύσιμο»
Της λέει σχεδόν ειρωνικά. Η Σεχραζάτ της χαμογελάει ευγενικά.
«ευχαριστώ. Και το δικό σου είναι υπέροχο»
Απαντάει καθώς ο Ομέρ τραβάει την καρέκλα, κάνοντας της νόημα να καθίσει.
«τι έγινε φιλαράκι; γιατί δεν μιλάς;»
Ρωτάει με πειραχτικό τόνο και μετά κάθεται δίπλα στην γυναίκα του. Πραγματικά ο Ομέρ καμάρωνε απόψε που συνόδευε μία τόσο εντυπωσιακή γυναίκα. Η Σεχραζάτ σπάνια ντυνόταν με αυτόν τον τρόπο. Δεν της άρεσε η υπερβολική περιποίηση, άλλωστε δεν της χρειαζόταν.
«μάλλον έχει καταπιεί την γλώσσα του ο φίλος σου»
Πετάει ξαφνικά η Λεϊλά, εισπράττοντας ένα άγριο βλέμμα από τον Ονούρ. Επίτηδες το πέταξε, και δυστυχώς το κατάλαβαν όλοι στο τραπέζι.
«δεν έχω κάτι να σχολιάσω»
Λέει, παλεύοντας να ακουστεί φυσιολογικός. Τα χρυσαφένια πλέον μάτια του στρέφονται ξανά επάνω της, αυτή την φορά με έναν πιο διακριτικό τρόπο.
«ωραίο το εστιατόριο πάντως. Κι εγώ που νόμιζα ότι θα μας φέρεις σε καμιά ψαροταβέρνα»
Σχολιάζει πειραχτικά ο Ομέρ, κάνοντας την Σεχραζάτ να χαμογελάσει, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ονούρ.
«γιατί; τι έχουν οι ψαροταβέρνες;»
«αγόρι μου, σου το έχω πει εκατό φορές. Είμαστε καθηγητές πανεπιστημίου, δεν είναι σωστό να πηγαίνουμε σε τόσο απλά μέρη. Εμείς είμαστε για εδώ, και πιο πάνω μην σου πω»
Ο Ομέρ θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο, μιας και ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προσπάθησε να ασκήσει εξουσία με τον τίτλο του. Ο Ονούρ όμως δεν ήταν έτσι. Πίστευε στην ισότητα, και προσπαθούσε να την τηρήσει με κάθε τρόπο στη ζωή του. Η Λεϊλά κοιτάζει με θυμό την γυναίκα που κάθεται αμέριμνη απέναντι της. Δεν καταλαβαίνω, τι στην οργή έχει αυτή που δεν το έχω εγώ; Σκέφτεται, με τα περιποιημένα νύχια της να γρατζουνούν το τραπέζι από κάτω. Ήταν θυμωμένη, ένιωθε την ζήλια να δηλητηριάζει την ψυχή της. Από την πρώτη στιγμή που την είδε στο σπίτι, είχε καταλάβει πως αυτή η γυναίκα θα της φέρει προβλήματα. Όταν είδε τον Ονούρ πως την κοιτούσε στο εξοχικό στην Ιταλία, τότε κατάλαβε πάρα πολλά. Αρχικά νόμιζε πως πρόκειται για ένα από τα γνωστά του παιχνίδια, αλλά τώρα έβλεπε πως κάτι πήγαινε πραγματικά στραβά. Αυτή πάλευε τόσα χρόνια για να τον κάνει να την προσέξει, και τώρα ξαφνικά έρχεται μια Σεχραζάτ από το πουθενά, και τον τρελαίνει με μία της ματιά. Όχι, δεν θα της το επέτρεπε αυτό!
«εμένα με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να πάω στο μπάνιο»
Πετάει ξαφνικά η Σεχραζάτ καθώς σηκώνεται από την θέση της.
«έρχομαι και γω μαζί σου»
Αναφωνεί η Λεϊλά. Οι δύο γυναίκες βαδίζουν προς τις τουαλέτες, με τον Ονούρ να τις κοιτάζει ανήσυχος. Είχε καταλάβει πως η Λεϊλά είχε ενοχληθεί από όλο αυτό, και τώρα έτρεμε να μην πει καμιά χαζή κουβέντα στην Σεχραζάτ.
«φίλε, θέλω να βρεθώ μόνος μαζί με την Λεϊλά. Πρέπει να της μιλήσω»
Πετάει ξαφνικά ο Ομέρ, τραβώντας την προσοχή του φίλου της. Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο τυφλός τελικά. Σκέφτεται, νιώθοντας αγανάκτηση για τον Ομέρ. Αλλά αν φέρω την Λεϊλά εδώ, τότε θα μπορέσω να μείνω μόνος με την Σεχραζάτ. Αυτή η σκέψη προκαλεί ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του.
«άστο πάνω μου»
Τον διαβεβαιώνει, κάνοντας τον Ομέρ να κατσουφιάσει.
«τι θα κάνεις;»
«άστο πάνω μου σου λέω»
Επιμένει, δημιουργώντας ανακούφιση στον Ομέρ.
«είσαι πραγματικός φίλος»
Ο Ονούρ ήθελε να γελάσει με αυτά του τα λόγια, αλλά συγκρατείται. Δεν έπρεπε να χαλάσει το σχέδιο του. Την ίδια στιγμή, οι δύο γυναίκες στέκονται μπροστά από τους νιπτήρες, διορθώνοντας λίγο το μακιγιάζ τους.
«ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις»
Πετάει ξαφνικά, αφήνοντας εμβρόντητη την Σεχραζάτ.
«συγγνώμη, δεν σε κατάλαβα»
«σε έχει φάει με τα μάτια του»
Επιμένει η Λεϊλά, κάνοντας το θέμα πιο ξεκάθαρο στην Σεχραζάτ. Τα γαλανά της μάτια πέφτουν με απογοήτευση στο πάτωμα.
«λυπάμαι, αλλά δεν παρατήρησα τίποτα τέτοιο»
Η Λεϊλά γελάει αυτάρεσκα, κοιτώντας την με κενό βλέμμα.
«παίζεις πολύ καλά το παιχνίδι σου πάντως, σε συγχαίρω για αυτό. Αλλά πρόσεξε!»
Λέει, σηκώνοντας τον δείκτη της στο ύψος του προσώπου της.
«τον Ονούρ... δεν πρόκειται να μου τον πάρεις. Ούτε εσύ, ούτε και καμιά άλλη. Παλεύω χρόνια για να τον έχω, δεν θα τον χάσω από σένα»
Προσθέτει, με τα καστανά της μάτια να γίνονται όλο και πιο απειλητικά απέναντι στα δικά της. Η Σεχραζάτ αποφασίζει συνειδητά να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Δεν υπήρχε άλλωστε λόγος να μιλήσει. Η Λεϊλά βγαίνει γρήγορα από τις γυναικείες τουαλέτες, χωρίς να δώσει σημασία στον Ονούρ, ο οποίος κρυβόταν πίσω από την πόρτα. Χωρίς να χάσει ευκαιρία, μπαίνει μέσα στις τουαλέτες, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του. Η Σεχραζάτ στρέφει το ανήσυχο βλέμμα της επάνω του. Αλλά αντί να καθησυχαστεί που είναι κάποιος γνωστός της, ο φόβος της γίνεται ακόμα πιο δυνατός.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...