Οι πρώτες υποψίες

394 37 3
                                    


Ξυπνάει έπειτα από ένα πολύ όμορφο όνειρο. Το άρωμα της έχει εισβάλλει στις αισθήσεις του, αλλά αρνείται να ανοίξει τα μάτια του. Εχθές πέρασαν πολύ όμορφα, και για πρώτη φορά, είχαν αποφασίσει να κοιμηθούν μαζί. Αλλά τώρα ο Ονούρ φοβόταν πως αν άνοιγε τα μάτια του, δεν θα την έβλεπε δίπλα του. Ξαφνικά, νιώθει ένα απαλό άγγιγμα στο μπράτσο του. Αυτόματα το σώμα του τρέμει. Δεν ήξερε τον λόγο, αλλά κάθε φορά που τον άγγιζε, το κορμί του έτρεμε. Τα μάτια του ανοίγουν αργά για να αντικρίσουν το πρόσωπο της. Ήταν λουσμένη από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, με τα γαλανά της μάτια να λάμπουν, αποκαλύπτοντας ένα πράσινο δαχτυλίδι γύρω από την κόρη.
«καλημέρα»
Λέει καθώς ακουμπάει το χέρι της στο στήθος του. Ο Ονούρ της χαμογελάει, νιώθοντας ανακούφιση μέσα του.
«είσαι εδώ»
Μουρμουρίζει. Η Σεχραζάτ μετακινεί το χέρι της στον λαιμό του, χαϊδεύοντας το δέρμα του.
«που αλλού θα μπορούσα να ήμουν;»
Λέει και έπειτα χώνεται στην αγκαλιά του, ακουμπώντας το μέτωπο της στο στέρνο του. Ο Ονούρ τυλίγει προστατευτικά τα χέρια του γύρω της, χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη της.
«πόσο τη μισώ την ημέρα»
Λέει σιγανά, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια του.
«γιατί;»
Τον ρωτάει με παιχνιδιάρικη φωνή.
«επειδή σε λίγο θα φύγεις, και το όνειρο θα χαθεί»
Απαντάει, σφίγγοντας την στην αγκαλιά του. Ξαφνικά η Σεχραζάτ νιώθει ένα κύμα συγκίνησης να την κατακλύζει. Πρώτη φορά ένιωθε ότι κάποιος την νοιαζόταν πραγματικά. Ούτε ο Ομέρ δεν την έκανε να αισθανθεί έτσι. Ο Ονούρ την φιλάει στην κορυφή του κεφαλιού της, εισπνέοντας το άρωμα της βανίλιας.
«δεν θα φύγω»
Του ανακοινώνει, προκαλώντας ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο του.
«πεινάς;»
Την ρωτάει, αλλάζοντας διάθεση.
«λίγο»
«πάω να ετοιμάσω πρωινό»
Λέει και μετά πετάγεται από το κρεβάτι για να πάει στην κουζίνα.

Πλέον κάθονται στο σαλόνι, με την Σεχραζάτ να βρίσκεται στην αγκαλιά του, και τον Ονούρ να την ταΐζει μανταρίνια.
«χόρτασες;»
«έσκασα, όχι απλά χόρτασα»
Απαντάει, κάνοντας τον να χαμογελάσει στραβά.
«θα αρχίσω να πιστεύω ότι θέλεις να με παχύνεις»
Λέει, κοιτώντας τον με ανασηκωμένο φρύδι.
«μπορεί. Άλλωστε, μου αρέσουν οι γυναίκες με καμπύλες»
Απαντάει πονηρά, κάνοντας την να γελάσει δυνατά. Ο Ονούρ την φιλάει επανειλημμένα στο μάγουλο, νιώθοντας την καρδιά του έτοιμη να σκάσει από ευτυχία.
«αυτό θέλω... να χαμογελάς, να είσαι ευτυχισμένη. Είσαι;»
Την ρωτάει, περνώντας μία τούφα πίσω από το αυτί της. Τα γαλανά της μάτια συναντούν τα δικά του.
«πολύ»
Η απάντηση της είναι ειλικρινής. Ζούσε το απαγορευμένο και το απολάμβανε. Ο Ονούρ της δίνει ένα απαλό φιλί στο στόμα, πριν την ταΐσει άλλο ένα κομμάτι μανταρίνι.
«τώρα στα αλήθεια θα με σκάσεις»
Λέει κάνοντας τον να αφήσει ένα μικρό γελάκι.

Έπειτα από δύο ώρες, η Σεχραζάτ επιστρέφει στο σπίτι. Εκεί βρίσκει έναν εξουθενωμένο Ομέρ να πίνει καφέ στο τραπέζι του πρωινού.
«γειά»
Λέει, τραβώντας την προσοχή του.
«γειά»
Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Η Σεχραζάτ βαδίζει διστακτικά προς το μέρος του. Από την όψη του καταλαβαίνει πως εχθές είχε μεθύσει.
«όλα καλά;»
«το κεφάλι μου πάει να σπάσει»
Μουρμουρίζει, με το χέρι του να τρίβει το μέτωπο του. Η γυναίκα κάθεται στην καρέκλα δίπλα του, κοιτάζοντας τον με ένοχο ύφος. Ο Ομέρ όμως δεν το είχε παρατηρήσει, μιας και κρατούσε τα μάτια του κλειστά.
«πόσο ήπιες εχθές;»
«δεν ξέρω»
Απαντάει καθώς ισιώνει το σώμα του.
«πήρες κανένα παυσίπονο;»
«ναι»
Λέει και τα μάτια του ανοίγουν για να αντικρίσουν τα δικά της. Η Σεχραζάτ ξεροκαταπίνει.
«εσύ; πως πέρασες;»
Ρουθουνίζει ειρωνικά.
«αλλά τι ρωτάω. Για να κοιμήθηκες στην Ζεϊνέπ, σίγουρα θα πέρασες τέλεια»
Συνεχίζει, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. Η Σεχραζάτ παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«ναι, ήταν... απρόσμενα ωραία»
Αποκρίνεται, δαγκώνοντας ένοχα το κάτω χείλος της. Όντως, η χθεσινή βραδιά ήταν πολύ όμορφη, πολύ ξεχωριστή για την Σεχραζάτ.
«τέλος πάντων, θα κάνω ένα μπάνιο, μπας και περάσει αυτός ο πονοκέφαλος»
Λέει καθώς σηκώνεται από την θέση του. Η Σεχραζάτ μιμείται την κίνηση του, για να κατευθυνθεί στην κρεβατοκάμαρα τους. Μόλις μπαίνει μέσα, αντικρίζει ένα χάος από πεταμένα αντρικά ρούχα. Κουνάει το κεφάλι καθώς τα μαζεύει ένα ένα από το πάτωμα. Ο Ομέρ δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε αταξία, μάλλον το χθεσινό μεθύσι ήτανε πιο δυνατό από ότι νόμιζε. Καθώς μαζεύει το λευκό του πουκάμισο, παρατηρεί ένα σχετικά μικρό κόκκινο σημάδι στον γιακά του. Τα φρύδια της ανασηκώνονται από την έκπληξη. Κραγιόν είναι αυτό; Αναρωτιέται, με τα δάχτυλα της να διατρέχουν τον λεκέ. Όντως, έμοιαζε με κραγιόν. Τότε άρχισαν να μπαίνουν υποψίες στο κεφάλι της Σεχραζάτ. Άραγε αυτό να σημαίνει... Τα τρομοκρατημένα, γαλανά της μάτια, υψώνονται στο κρεβάτι τους. Την είχε εδώ εχθές; Αμέσως πλησιάζει τα σεντόνια, αλλά δεν μυρίζει κάποιο γυναικείο άρωμα. Τώρα το μικρόβιο της αμφιβολίας είχε τρυπώσει για τα καλά μέσα της. Αμέσως βγάζει τη συσκευή από την τσέπη της, ώστε να πληκτρολογήσει ένα μήνυμα στην Ζεϊνέπ.

Σεχραζάτ:
Πρέπει να σε δω, είναι επείγον.

Το στέλνει και μετά κλείνει τη συσκευή. Θα το έψαχνε, δεν θα το άφηνε έτσι. Αλλά κάτι μέσα της την προειδοποιούσε να μην το κάνει.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now