Απογοήτευση

418 44 11
                                    

«το λέτε αλήθεια;»
«φυσικά κυρία Ακσάλ. Απλώς θα πρέπει να έρθετε το συντομότερο δυνατό. Ξέρω ότι σας ειδοποίησα τελευταία στιγμή, αλλά...»
«δεν πειράζει, καταλαβαίνω»
Η Σεχραζάτ ένιωθε τεράστια ανακούφιση. Αυτή ήταν η τέλεια ευκαιρία για να ξεφύγει από τον Ονούρ. Ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου ανοίγει και ένας ημίγυμνος Ομέρ μπαίνει μέσα στο δωμάτιο.
«ωραία, θα σας περιμένουμε τότε. Καλή σας συνέχεια, και μας συγχωρείτε και πάλι»
«καλή συνέχεια»
Αποκρίνεται και μετά τερματίζει την κλήση.
«τι έγινε μωρό μου;»
«έχω ένα πολύ καλό νέο!»
Αναφωνεί, χαμογελώντας πλατιά στον σύζυγο της.
«τι νέο δηλαδή;»
«μόλις με πήραν τηλέφωνο από το περιοδικό που σου έλεγα στο Λονδίνο»
Ο Ομέρ πλησιάζει την βαλίτσα τους, ώστε να πάρει μία μαύρη μακό μπλούζα.
«άσε με να μαντέψω, έκλεισες δουλειά»
«ναι! Σε τρεις μέρες πρέπει να είμαι στο Λονδίνο»
Ο Ομέρ την κοιτάζει σχεδόν σοκαρισμένος.
«σε τρεις μέρες;»
«ναι»
«και πως θα φύγεις βρε μωρό μου; αφού είμαστε σε διακοπές»
Το πρόσωπο του μαρτυρούσε λύπη, αλλά αν είχε την ικανότητα η Σεχραζάτ να τον διαβάσει λίγο καλύτερα, να κοιτάξει στα βάθη των ματιών του, τότε θα ξεχώριζε την χαρά που έκρυβε αυτή την στιγμή μέσα του.
«γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου τότε;»
Του προτείνει, κοιτάζοντας τον σαν μικρό παιδί. Ο Ομέρ ρουθουνίζει εύθυμα.
«μωρό μου, είπαμε να πάμε διακοπές, όχι να μην μπορούμε να κουνηθούμε από την υγρασία»
Η Σεχραζάτ αφήνει έναν αναστεναγμό κούρασης καθώς ακούει την απάντηση του. Πίστευε ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν η ευκαιρία τους να μείνουν λίγο μόνοι ξανά, να ηρεμήσει από την ένταση που της προκαλούσε ο Ονούρ.
«όπως και να χει, εγώ θα πάω. Εσύ αν θέλεις κάτσε εδώ»
Λέει κάπως απότομα, καθώς πλησιάζει την βαλίτσα της, που βρισκόταν αφημένη μέσα στην ντουλάπα του δωματίου.
«τώρα τι σε έπιασε;»
«τίποτα»
Απαντάει, κλείνοντας παράλληλα το φερμουάρ της βαλίτσας.
«τι; από σήμερα θα φύγεις;»
«ναι, να σου δώσω λίγο χρόνο να σκεφτείς»
Απαντάει, κοιτάζοντας τον με το πιο αλαζονικό της ύφος. Ο Ομέρ τα είχε χαμένα μπροστά σε αυτή την εικόνα. Πρώτη φορά τον αντιμετωπίζει με τέτοιον τρόπο.
«τι να σκεφτώ;»
Ρωτάει καθώς εκείνη σηκώνεται από το πάτωμα, κρατώντας την βαλίτσα στο χέρι της.
«τον γάμο μας Ομέρ»
Ρουθουνίζει ειρωνικά.
«σαν τι πρέπει να σκεφτώ για τον γάμο μας δηλαδή;»
«ότι έχει φτάσει σε αδιέξοδο ίσως;»
Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Είχε νευριάσει πολλές φορές μαζί του, αλλά αυτός ο ειρωνικός τρόπος ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.
«δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται»
«εντάξει Ομέρ, έχεις δίκιο, δεν ξέρω τι λέω»
Πετάει ειρωνικά, και έπειτα βγαίνει από το δωμάτιο, σέρνοντας και την βαλίτσα της μαζί. Ο Ονούρ που καθόταν στο τραπέζι του πρωινού, σηκώνει απότομα το κεφάλι, καθώς ακούει τις φωνές τους να τον πλησιάζουν. Μόλις βλέπει την Σεχραζάτ να κρατάει την βαλίτσα, σαστίζει.
«τι έγινε;»
«τίποτα Ονούρ, κάτι δικά μας»
Απαντάει ο Ομέρ, καθώς τώρα στέκεται δίπλα στην εξαγριωμένη γυναίκα του.
«μπορούμε να πάμε πάνω και να το συζητήσουμε ήρεμα;»
«όχι, προτιμώ να φύγω»
Του απαντά, ρίχνοντας του ένα άγριο βλέμμα.
«να πας που;»
Πετάγεται ξαφνικά ο Ονούρ, τραβώντας την προσοχή και των δύο πάνω του.
«σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, στο Λονδίνο»
Του απαντά ειρωνικά, αλλά την ίδια στιγμή το μετανιώνει. Να πάρει, δεν έπρεπε να του πω που θα πάω. Αλλά την επόμενη στιγμή, σκέφτεται ότι και που το γνωρίζει, τι θα της κάνει; μήπως θα την ακολουθήσει μέχρι εκεί; με τίποτα.
«έλα, πάμε πάνω»
«όχι Ομέρ. Εγώ θα φύγω και εσύ θα κάτσεις να σκεφτείς. Ελπίζω να αλλάξει κάτι, όταν επιστρέψω»
«και δηλαδή πότε σκοπεύεις να γυρίσεις;»
Την ρωτάει ενώ τοποθετεί τα χέρια στους γοφούς του.
«μπορεί και ποτέ»
Η απάντηση της ήταν απρόσμενη, από κάθε άποψη. Χωρίς να του δώσει το περιθώριο να απαντήσει, κάνει μεταβολή ώστε να φύγει από το σπίτι. Ίσως αυτό χρειαζόντουσαν και οι δύο, χρόνο, μακριά ο ένας από τον άλλο. Η μάλλον, αυτό πίστευε η Σεχραζάτ. Οι δύο άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους.
«τώρα τι μπορείς να την κάνεις αυτήν, μου λες;»
«ίσως να της μιλήσεις ήρεμα»
Απαντάει με ψυχραιμία ο Ονούρ. Εκείνος ρουθουνίζει ειρωνικά.
«δεν παίρνει πλέον από λόγια. Της έχει σαλέψει τελείως»
Ο Ονούρ ένιωσε τον θυμό να τον χτυπά σαν ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις άκουσε την τελευταία του πρόταση.
«είναι γυναίκα σου, και οφείλεις να την σέβεσαι»
«εσύ τώρα με ποιανού το μέρος είσαι;»
Πετάει, κοιτάζοντας τον με θιγμένο ύφος. Ο Ονούρ δεν μπορούσε να πιστέψει το θράσος αυτού του ανθρώπου. Εμ ήταν λάθος, εμ προσπαθούσε να την βγάλει τρελή.
«δεν ξέρεις πόση ανακούφιση αισθάνομαι που έφυγε. Τουλάχιστον θα ησυχάσει για λίγο το κεφάλι μου, και επιπλέον....»
Κάνει παύση, ώστε να ρίξει μια σύντομη ματιά τριγύρω.
«θα έχω το κοριτσάκι όλο δικό μου»
Ο Ονούρ κατάλαβε πολύ καλά για ποια ακριβώς μιλούσε. Ήθελε να τον φτύσει που απαξίωνε με τέτοιο τρόπο την γυναίκα του, αλλά ένα κομμάτι μέσα του, ένιωθε ενοχή. Ενοχή γιατί μέσα από αυτόν τον καβγά, θα έβρισκε την ευκαιρία να την συναντήσει ξανά, μόνοι τους αυτή την φορά. Δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί περισσότερο.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now