Επικίνδυνα παιχνίδια

493 58 1
                                    


Το ίδιο απόγευμα, ξεκινούν όλοι μαζί για τον δρόμο προς το ποτάμι. Η Λεϊλά αντάλλαζε συνεχώς πονηρά βλέμματα με τον Ομέρ, ενώ ο Ονούρ περιέγραφε κάποια πράγματα στην Σεχραζάτ. Παραδόξως, η Σεχραζάτ τον άκουγε με απόλυτη προσοχή.
«και ξέρεις, όταν πέφτει ο ήλιος, η θέα από δω φαίνεται μαγευτική. Είμαι σίγουρος ότι θα θελήσεις να το φωτογραφίσεις»
Λέει, κοιτάζοντας την με ευθυμία.
«τώρα μου το λες; δεν έχω πάρει μαζί μου την φωτογραφική!»
Γκρινιάζει, κάνοντας τον Ονούρ να γελάσει.
«αν θέλετε πάω να την φέρω εγώ»
Πετάει ξαφνικά ο Ομέρ, προκαλώντας όλα τα βλέμματα να στραφούν επάνω του.
«να την φέρεις εσύ; ξέρεις τον δρόμο;»
«θα πάω εγώ μαζί του γλυκέ μου, μην αγχώνεσαι»
Πετάγεται η Λεϊλά, απαντώντας στο ερώτημα του Ονούρ. Αρχικά θέλησε να της το απαγορεύσει, αλλά μετά σκέφτηκε πως θα ήταν μία καλή ευκαιρία να μείνει μόνος με την Σεχραζάτ. Σίγουρα θα υπήρχαν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για να μάθει από αυτή την γυναίκα.
«εντάξει, πηγαίνετε»
«τα λέμε στο ποτάμι!»
Λέει ο Ομέρ, καθώς κάνουν μεταβολή και φεύγουν σιγά σιγά από κοντά τους.
«τώρα είμαι ολοκληρωτικά δοσμένος στις υπηρεσίες σας, κυρία Χαλίνογλου»
Της λέει με πειραχτικό τόνο, κάνοντας την να αφήσει ένα μικρό γελάκι. Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τον Ονούρ να χαθεί για μερικά λεπτά από την πραγματικότητα.
«όχι Χαλίνογλου! Ακσάλ είναι το επώνυμο μου»
Τον διορθώνει, καθώς προχωράει προς τα μεγάλα δέντρα του ποταμού. Ο Ονούρ την ακολουθεί, κοιτάζοντας την πλάτη της ερωτηματικά.
«πως και δεν πήρες το επώνυμο του Ομέρ;»
«ε, ήθελα να νιώθω κατά κάποιον τρόπο ανεξάρτητη»
Απαντάει, σπρώχνοντας μερικά κλαδιά, τα οποία εμποδίζουν τον δρόμο της.
«ελπίζω να φέρουν γρήγορα την κάμερα. Μου έχεις εξάψει το ενδιαφέρον τώρα»
Προσθέτει, ρίχνοντας του κοιτάζοντας μια παιχνιδιάρικη αλλά συνάμα αθώα ματιά. Η στιγμή χαλάει για λίγο, όταν στο μυαλό του Ονούρ έρχεται η Λεϊλά με τον Ομέρ, μόνους στο σπίτι. Η Σεχραζάτ ήλπιζε να γυρίσουν γρήγορα, όμως ο Ονούρ ήξερε πως αυτό δεν θα γινόταν. Αυτό όμως ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσει καλύτερα την Σεχραζάτ.
«έλα, πάμε πιο κάτω»
Πετάει ξαφνικά, νιώθοντας σαν να ξύπνησε από όνειρο. Περπατάνε μαζί ως το ποτάμι, με εκείνον να καθοδηγεί τα βήματα της. Παραδόξως σήμερα φαινόταν έρημο εκείνο το σημείο. Συνήθως έρχονται τα παιδιά και παίζουν με τις ώρες. Αυτό φυσικά δεν πτόεισαι ούτε στο ελάχιστο τον Ονούρ, ίσα ίσα που άρχισε να πιστεύει ότι σήμερα συνωμοτούσαν όλα για να τον βοηθήσουν να έρθει πιο κοντά στην Σεχραζάτ.
«πάντως, μέχρι να έρθουν οι άλλοι, προλαβαίνουμε να κάνουμε μια βουτιά»
Προτείνει, δοκιμάζοντας να την δελεάσει. Η Σεχραζάτ δεν φαίνεται να παρατηρεί το πονηρό χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει από το πρόσωπο του.
«ευτυχώς, έχω λιώσει από την ζέστη»
Λέει και την επόμενη στιγμή έχει απαλλαχτεί από το κόκκινο φορεματάκι της. Ο Ονούρ την κοιτάζει με το στόμα να χάσκει, λες και παρακολουθεί κάποιο αρχαίο ελληνικό άγαλμα, όπως αυτό της θεάς Αφροδίτης, που και μόνο με την στάση του σώματος της, σου έδειχνε μία φλογερή γυναίκα με αξεπέραστη ομορφιά.
«εσύ δεν θα μπεις;»
Η φωνή της ακούστηκε κάπως δειλή στα αυτιά του. Ανοιγοκλείνει μερικές φορές τα μάτια, προσπαθώντας να συνεφέρει τον εαυτό του.
«ναι, φυσικά»
Απαντάει μηχανικά και μετά τραβάει την πόλο μπλούζα πάνω από το κεφάλι του, αποκαλύπτοντας το πάνω μέρος του σώματος του. Η Σεχραζάτ παραδόξως δεν νιώθει ντροπή, ούτε φόβο. Βρίσκεται ακόμη μέσα στα νερά της. Με μια αστραπιαία κίνηση, την αρπάζει από την μέση, και τσαλαβουτάνε μέσα στο κρυστάλλινο νερό του ποταμού. Μόλις βγαίνουν στην επιφάνεια, ξέσπανε σε τρανταχτά γέλια.
«παραλίγο να πάθω έμφραγμα!»
Αναφωνεί η Σεχραζάτ, έπειτα από αρκετές βαθιές ανάσες. Ο Ονούρ της χαμογελά, με τα μαύρα μαλλιά του να πέφτουν πλέον βρεγμένα στο μέτωπο του.
«υπερβάλλεις»
Λέει, κοιτάζοντας την με ανασηκωμένο το φρύδι. Η γυναίκα τον κοιτάζει με παιχνιδιάρικο ύφος, καθώς σκέφτεται αν θα πρέπει να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι, η να το σταματήσει εδώ. Τελικά επιλέγει να συνεχίσει, κάνοντας την κίνηση να τον πιτσιλήσει με το νερό. Εκείνος πιάνει γρήγορα το μήνυμα, και ξεκινά να της πετά γρήγορα νερό, σαν να είναι μηχανή. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το τοπίο γεμίζει από τα γέλια και τις τσιρίδες τους. Σιγά σιγά ο Ονούρ την πλησιάζει μέσα στο νερό, ώσπου τυλίγει τα μπράτσα του γύρω από τους ώμους της, φυλακίζοντας τα χέρια της.
«τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα»
Λέει σιγανά, κοιτάζοντας την εύθυμα. Και εκείνη την κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο, μέχρι που αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι πλέον τα πρόσωπα τους βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Αυτόματα σκέφτεται να φύγει, να κάνει ένα βήμα πίσω και να ξεφύγει από την λαβή του, αλλά το σώμα της δεν κινείται. Ο Ονούρ από την άλλη, διαβάζει καθαρά την αμφιβολία στα γαλανά της μάτια, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση για να αφήσει τα μπράτσα της. Πλέον το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό, κάτι πιο σκοτεινό, σαν επιθυμία που αναβλύζει από τα βάθη της ψυχής. Και η φύση συνωμοτεί σε αυτό το παιχνίδι, αφήνοντας το απαλό της αεράκι να φυσήξει, και να ανεμίσει τα καστανά μαλλιά της. Εκείνος σηκώνει αργά το χέρι, τοποθετώντας απαλά μερικές τούφες πίσω από το αυτί της. Η μόνη λέξη που μπορούσε να σκεφτεί αυτή την στιγμή, ήταν η λέξη: όμορφη, γιατί χωρίς καμιά αμφιβολία, η Σεχραζάτ είναι μία όμορφη γυναίκα, και όποιος δεν το έβλεπε αυτό, μάλλον ήταν τυφλός, τουλάχιστον αυτό πίστευε ο Ονούρ.
«παιδιά;»
Η φωνή του Ομέρ, κάνει αυτόματα την Σεχραζάτ να πισωπατήσει, ξεφεύγοντας απότομα από το κράτημα του.
«παιδιά, πνιγήκατε;»
Τώρα η φωνή του άντρα ακουγόταν πολύ κοντά τους. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι δύο γνωστές φιγούρες είχαν ξεπροβάλει από τα μεγάλα δέντρα που πρόσφεραν μία ανακουφιστική δροσιά με την σκιά τους. Ο Ονούρ κοιτάζει ακόμα την Σεχραζάτ, νιώθοντας ότι ξαφνικά έγινε το θήραμα σε αυτό το παιχνίδι.
«μία ώρα φωνάζουμε, γιατί δεν απαντάτε;»
Πετάει με πειραχτικό τόνο ο Ομέρ, καθώς φτάνει στην άκρη του ποταμού, σχεδόν δέκα βήματα από την Σεχραζάτ και τον Ονούρ.
«είχαμε μια... συζήτηση»
Ο Ονούρ εκπλήσσεται καθώς ακούει την δικαιολογία της. Δεν πίστευε ότι μπορούσε αυτή η γυναίκα να πει έστω και ένα τόσο αθώο ψέμα. Εντάξει, όχι και εντελώς αθώο. Ο Ομέρ μπαίνει μέσα στο νερό, με την Σεχραζάτ να τον πλησιάζει γρήγορα, ώστε να πέσει στην αγκαλιά του.
«σιγά βρε μωρό μου, τι έπαθες ξαφνικά;»
«μου έλειψες, κακό είναι;»
Του απαντά ψιθυριστά, χωρίς να τους ακούσουν οι άλλοι. Η Λεϊλά έδειχνε αδιάφορη μπροστά σε αυτή την εικόνα, ο Ονούρ όμως όχι. Παρακολουθεί προσεκτικά τις κινήσεις της Σεχραζάτ, παρακολουθεί το ψεύτικο χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει την αμηχανία της. Τώρα είχε πεισμώσει ακόμη περισσότερο. Πλέον δεν ήταν απλά ένα στοίχημα με τον εαυτό του, αλλά ένας στόχος.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now