«θα σε παρακαλούσα να μην ξανά συμβεί αυτό»
Λέει η Σεχραζάτ, κοιτάζοντας τον όσο πιο ψύχραιμα γίνεται. Ο Ονούρ χαμογελάει στραβά, καθώς χαϊδεύει αφηρημένα το πιγούνι του, με τα μακριά του δάχτυλα να αγγίζουν ξυστά το κάτω χείλος του. Πλέον καθόντουσαν σε μια, ήσυχη καφετέρια, μακριά από την φασαρία.
«νομίζω πως η διευθύντρια του περιοδικού με συμπάθησε πολύ»
Λέει, αγνοώντας σκόπιμα την παρατήρηση της.
«Ονούρ, δεν είναι αστείο. Εδώ μιλάμε για την δουλειά μου! Δεν θέλω να ανακατεύεσαι! Ούτε ο Ομέρ δεν ανακατεύεται στη δουλειά μου»
Την τελευταία πρόταση, την είπε εντελώς απερίσκεπτα, αλλά σίγουρα είχε μία αρνητική επίδραση στην καλή διάθεση του Ονούρ. Αμέσως ισιώνει το σώμα του, παίρνοντας παράλληλα την πιο σοβαρή του έκφραση.
«ίσως ο Ομέρ να μην ενδιαφέρεται τόσο όσο εγώ»
Η απάντηση του κάνει την Σεχραζάτ να γελάσει ειρωνικά. Ο Ονούρ όμως την κοιτάζει με απόλυτα σοβαρό ύφος. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ίσως και να ήταν θυμωμένος από το ξαφνικό της ξέσπασμα.
«πόσες ημέρες βρίσκεσαι εδώ;»
Πετάει ξαφνικά, κόβοντας της το γέλιο. Η γυναίκα μένει για μερικά λεπτά μαρμαρωμένη, να τον κοιτάζει με το στόμα μισάνοιχτο.
«πέντε»
Απαντάει, με την φωνή της να τρεμοπαίζει. Τώρα είναι η σειρά του να χαμογελάσει ειρωνικά.
«να φανταστώ ότι από τότε δεν σε πήρε ούτε ένα τηλέφωνο, σωστά;»
Αυτό ήταν χτύπημα κάτω από την ζώνη για την Σεχραζάτ. Τον κοιτάζει διστακτικά, σαν μικρό παιδί που δειλιάζει.
«η σιωπή σου απλά επιβεβαιώνει τις υποψίες μου Σεχραζάτ»
«ίσως να έχει δουλειές»
Απαντάει, αλλά ξέρει πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ξαφνικά ο Ονούρ χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, κάνοντας την να τιναχτεί από τον φόβο.
«μην τον δικαιολογείς Σεχραζάτ»
Σφυρίζει μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. Η γυναίκα παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ήξερε πως με τις φωνές δεν θα έβγαινε τίποτα. Ξαφνικά, ακούγεται το τηλέφωνο της. Κοιτάζει την οθόνη, στην οποία αναγράφεται το όνομα του. Αυτόματα ένα θριαμβευτικό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη της.
«έλα Ομέρ μου»
Απαντάει επίτηδες, κεντρίζοντας περισσότερο το ενδιαφέρον του Ονούρ.
«Σεχραζάτ;»
Λέει έκπληκτος ο άντρας. Δεν περίμενε μετά από τόσες ημέρες να του μιλούσε με γλυκό τόνο και μάλιστα να τον αποκαλούσε "Ομέρ μου".
«ναι»
«είσαι καλά;»
Την ρωτάει διστακτικά. Εκείνη χαμογελάει όσο πιο ειρωνικά μπορεί, κοιτάζοντας έντονα τον Ονούρ, ο οποίος φαινόταν έτοιμος να εκραγεί από τα νεύρα του.
«το καλά είναι σχετικό»
Απαντάει, μπερδεύοντας τον άντρα της. Ο Ονούρ ανασηκώνει ερωτηματικά το φρύδι του.
«πότε επιστρέφεις στη Κωνσταντινούπολη;»
«αύριο»
Απαντάει λιτά. Αυτόματα ο Ονούρ αρπάζει την συσκευή από το χέρι της, και τερματίζει την κλήση.
«τι κάνεις;»
Αναφωνεί η Σεχραζάτ, φανερά σοκαρισμένη από την απρόσμενη κίνηση του.
«τι σε ρώτησε και του είπες αύριο;»
«δεν σε αφορά, και δώσε μου το κινητό μου»
Λέει καθώς απλώνει το χέρι για να ξανά πάρει την συσκευή. Ο Ονούρ όμως τραβιέται πίσω, εμποδίζοντας την.
«δεν θα φύγεις αύριο»
«συγγνώμη, με διατάζεις;»
«πάρ'το όπως θέλεις»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας την έντονα, με τα πράσινα μάτια του να έχουν πάρει μια πιο σκούρα απόχρωση.
«δεν είμαι κτήμα σου»
«κι εγώ δεν σε έχω χορτάσει ακόμη»
Λέει με κάπως πιο ήπιο τόνο τώρα. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με το στόμα να χάσκει από το σοκ.
«είμαι παντρεμένη που να πάρει, και ο άντρας μου είναι φίλος σου! Δεν νιώθεις καμιά ντροπή;»
«θέλεις την αλήθεια;»
Αντιγυρίζει, με το πρόσωπο του να έχει τσιτωθεί. Η καρδιά της άρχισε να αυξάνει επικίνδυνα τους παλμούς της.
Άραγε ήταν έτοιμη να ακούσει την αλήθεια; θα το άντεχε; η μήπως ήξερε ήδη την απάντηση;
«δε δίνω δεκάρα για το αν είσαι η γυναίκα του Ομέρ, η για το αν ο Ομέρ είναι φίλος μου»
Αυτόματα τα βλέφαρά της κλείνουν. Δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την αλήθεια, πλέον ήταν ολοφάνερο. Τρίβει νευρικά το μέτωπο με την παλάμη της.
«δεν μπορείς να το λες αυτό»
«κι όμως μπορώ. Σε θέλω Σεχραζάτ»
Λέει με το χέρι του να αγγίζει πλέον το δικό της. Αυτόματα νιώθει έναν ηλεκτρισμό να σαρώνει το κορμί της. Τώρα οι φόβοι της γίνονταν όλο και πιο ζωντανοί.
«χάρισε μου έστω και μια βραδιά Σεχραζάτ»
Το ύφος του πλέον έχει γίνει παρακλητικό, ενώ τα πράσινα μάτια του λάμπουν, δείχνοντας ελπίδα αλλά και φόβο για την απάντηση της. Η Σεχραζάτ ρουθουνίζει ειρωνικά, ανοίγοντας παράλληλα τα βλέφαρά ώστε να τον κοιτάξει.
«λυπάμαι που δεν είμαι τόσο φτηνή Ονούρ»
Αποκρίνεται, χαρίζοντας του ένα ειρωνικό χαμόγελο. Γνώριζε πολύ καλά ότι ο Ονούρ ζητούσε μονάχα την σάρκα της, αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για την Σεχραζάτ. Άλλωστε, εκείνη δεν ζητούσε τίποτα από τον Ονούρ, ούτε καν τη φιλία του. Δεν τα είχε ανάγκη, δεν τον είχε ανάγκη. Η τουλάχιστον... έτσι ήθελε να λέει στον εαυτό της.
«δεν είπα ποτέ ότι είσαι φτηνή»
«με αυτό που μου ζητάς όμως, είναι σαν να με θεωρείς»
Ο άντρας αναστενάζει, νιώθοντας την κούραση να τον κατακλύζει.
«μία νύχτα σου ζητάω, τίποτα άλλο»
«εγώ όμως δεν την θέλω»
Πετάει κάπως απότομα καθώς σηκώνεται από την θέση της. Ο Ονούρ την κοιτάζει έκπληκτος.
«που πας;»
«να μην σε νοιάζει»
Απαντάει και μετά φεύγει από την καφετέρια, αφήνοντας τον μόνο. Ο άντρας περνάει το χέρι από τα μαλλιά του, νιώθοντας πραγματικά έξαλλος. Δεν ήξερε όμως αν ήταν έξαλλος με τον εαυτό του, η με εκείνη που παρέμενε τόσο πιστή σε έναν άντρα που της ήταν άπιστος.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...