Την επόμενη μέρα, η Σεχραζάτ δίνει ραντεβού σε μια ερημική παραλία με τον άγνωστο άντρα. Εχθές το βράδυ δεν ήπιανε πολύ, αλλά κι αυτή η δόση αλκοόλ ήταν αρκετή για να κάνει την Σεχραζάτ να νυστάξει, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να ολοκληρώσει την ιστορία της.
«επιτέλους ησυχία»
Μουρμουρίζει η Σεχραζάτ, καθώς περπατούν κοντά στην ακτή. Ένα αδέσποτο σκυλί τρέχει κοντά της, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του. Φυσικά δεν μπορούσε να μην του δώσει σημασία.
«η ησυχία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μου»
Πετάει ξαφνικά ο άγνωστος άντρας, κάνοντας την Σεχραζάτ να τον κοιτάξει ερωτηματικά.
«μάλλον δεν την έχεις ζήσει, για αυτό το λες»
«βασικά, δεν μου αρέσει να ζω ήσυχα, νομίζω ότι με πνίγει»
Η Σεχραζάτ δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια του. Εκείνη αναζητούσε την ησυχία, δεν της άρεσε η ζωή της να είναι άνω κάτω, τα ήθελε όλα τακτοποιημένα. Αλλά αν το σκεφτείς καλά, η ζωή της αυτή την στιγμή ήταν ένα πραγματικό μπάχαλο. Τα μάτια της κλείνουν, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«εμένα μου αρέσει η ησυχία, αλλά δυστυχώς... δεν την έχω πια»
Ο άγνωστος την κοιτάζει με την άκρη του ματιού του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η γυναίκα δεν είχε στάλα δυναμισμού επάνω της. Όταν πρώτο αντίκρισε τα γαλανά της μάτια, είχε δει μια φλόγα μέσα τους. Η εικόνα της ήταν αθώα από την αρχή, αλλά πίστευε ότι δεν ήταν αυτό που έδειχνε. Τώρα όμως έβλεπε καθαρά ότι η εικόνα που πήγε να σχηματίσει γύρω από αυτή, ήταν εντελώς λανθασμένη.
«ο άντρας σου γνωρίζει για το που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή;»
Η Σεχραζάτ γνέφει αρνητικά, δίνοντας του έτσι την απάντηση της.
«γιατί έφυγες;»
Αυτή η ερώτηση την κάνει να κατσουφιάσει.
«δεν είναι προφανές;»
«για μένα μάλλον όχι»
Αποκρίνεται. Εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα στα γυμνά της πόδια.
«χρειαζόμουν χρόνο για να σκεφτώ»
Ο άγνωστος ρουθουνίζει.
«να σκεφτείς τι; όταν ένας άνθρωπος σε προδίδει, τότε τον βγάζεις από την ζωή σου»
Ακουγόταν τόσο απλό, αλλά στην πράξη ήταν τόσο δύσκολο. Η Σεχραζάτ δεν έφυγε εξαιτίας του Ομέρ, αλλά εξαιτίας του Ονούρ. Πίστευε ότι είχαν αρχίσει να χτίζουν κάτι όμορφο, μέχρι που όλο αυτό κατέρρευσε μέσα σε μια νύχτα, σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα.
«και αν δεν μπορείς;»
Ο άγνωστος ανασηκώνει τους ώμους.
«αυτό σημαίνει πως είσαι εξαρτημένος από τον άλλον. Τότε τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα»
Η Σεχραζάτ ρουθουνίζει ειρωνικά.
«όχι λίγο, πολύ!»
Τονίζει, κάνοντας τον να χαμογελάσει. Το κλίμα έχει γίνει ξανά πιο ελαφρύ ανάμεσα τους. Για μερικά λεπτά περπατούν ήσυχοι, με την Σεχραζάτ να παίζει με το αδέσποτο σκυλί, που δεν έλεγε να φύγει από κοντά της.
«είσαι μία πολύ όμορφη γυναίκα, Σεχραζάτ. Όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά»
Η Σεχραζάτ αφήνει ένα μικρό, δύσπιστο γελάκι να της ξεφύγει.
«πως μπορείς να το λες αυτό; ούτε πέντε ώρες δεν με ξέρεις»
Ο άγνωστος χαμογελάει ζεστά, με τα σκούρα καστανά του μάτια να λάμπουν.
«αρκούν μονάχα πέντε λεπτά για να σε καταλάβει κάποιος Σεχραζάτ. Είσαι σαν ανοιχτό βιβλίο»
Η γυναίκα νιώθει ένα κοκκίνισμα να βάφει τα μάγουλα της. Ίσως αυτό είχε δει και ο Ονούρ. Ίσως να την είχε διαβάσει, να την είχε καταλάβει. Τα βήματα της σταματούν, και τα βλέμματα τους συναντώνται.
«τι μου προτείνεις να κάνω;»
«να γίνεις ανεξάρτητη. Αν το καταφέρεις αυτό, όλα τα άλλα, θα έρθουν από μόνα τους»
Απαντάει, ακουμπώντας σχεδόν στοργικά το χέρι του στον ώμο της. Η Σεχραζάτ του χαμογελάει γλυκά. Ίσως και να είχε δίκιο αυτός ο άγνωστος άντρας. Ίσως αυτό να ήταν το κλειδί για όλα.
«σε ευχαριστώ άγνωστε φίλε μου»
Λέει και μετά τον αγκαλιάζει σφιχτά. Ο άντρας ήξερε ότι είχε πάρει την τελική της απόφαση. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε.Την ίδια ώρα, πίσω στην Κωνσταντινούπολη, ο Ομέρ βρισκόταν αντιμέτωπος με την Λεϊλά. Ήθελε να της μιλήσει, να μάθει κάποια πράγματα. Εκείνη στεκόταν επιδεικτικά λίγα βήματα μακριά από το σαλόνι, ενώ εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα, κοιτώντας το άδειο πλέον, κρυστάλλινο ποτήρι του.
«ήξερες, έτσι δεν είναι;»
Ρωτάει, περιστρέφοντας το ποτήρι του αργά δεξιά και αριστερά. Η Λεϊλά τον κοιτάζει ερωτηματικά.
«για ποιο πράγμα;»
«ξέρεις πολύ καλά για ποιο»
Απαντά με τρομακτικά ψύχραιμη φωνή.
«για να σε ρωτάω, προφανώς και δεν κατάλαβα»
Ξαφνικά, το ποτήρι προσγειώνεται με δύναμη στον τοίχο πάνω από το τζάκι, κάνοντας την Λεϊλά να αναπηδήσει από τον φόβο της.
«γνώριζες για την σχέση της γυναίκας μου με τον Ονούρ, και μην το αρνηθείς! γιατί εσύ ήσουν αυτή που με ώθησε να το ψάξω»
Η Λεϊλά κοιτάζει με έκπληξη τον εξαγριωμένο Ομέρ, ο οποίος είχε σηκωθεί πλέον από την θέση του και την έκαιγε με το βλέμμα του. Η γυναίκα παίρνει μια βαθιά ανάσα, καθώς σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της.
«ναι, γνώριζα. Είχα καταλάβει το ενδιαφέρον του Ονούρ για αυτή την γυναίκα από τότε που ήρθατε στο εξοχικό του, στην Ιταλία»
Απαντάει λιτά, αλλά δεν έδειχνε καμία μεταμέλεια στο πρόσωπο της. Ο Ομέρ σφίγγει τα δόντια του, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να μην της ορμήξει. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο συσσωρευμένο θυμό μέσα του.
«και δεν μου είπες τίποτα. Τόσο καιρό πηδιόσουνα μαζί μου, και δεν αποφάσισες ποτέ να μου το πεις!»
«σου το είπα πριν από δύο ημέρες, το ίδιο δεν είναι;»
Ο Ομέρ την κοιτάζει με αγανάκτηση αλλά και λύπηση. Κουνάει καρτερικά το κεφάλι του.
«όχι Λεϊλά. Τώρα είναι πολύ αργά»
Αποκρίνεται κάπως πιο ψύχραιμα αυτή την φορά. Τώρα όλα είχαν αλλάξει πορεία, και η Σεχραζάτ είχε φύγει μακριά του. Μπορεί να μην ήταν πια ερωτευμένος με αυτή την γυναίκα, αλλά δεν ήθελε και να την χάσει, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο. Ο εγωισμός του είχε θιχτεί, η αξιοπρέπεια του δεν άφηνε τις ενοχές του να βγούνε στο φως. Ναι, έφταιγε, και το ήξερε μέσα του πολύ καλά, αλλά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ.Καλές γιορτές παιδιά :)
Το κεφάλαιο μας δεν είναι και τόσο ευχάριστο, αλλά τέλος πάντων. Σας ενημερώνω ότι τα επόμενα δύο κεφάλαια που θα ανέβουν θα είναι και τα τελευταία της ιστορίας μας. Μέχρι τότε, να περνάτε καλά!!!
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...