Σε ευχαριστώ

380 42 5
                                    

Ο Ονούρ βαδίζει με σταθερό βήμα προς το μέρος τους, σπρώχνοντας μαλακά μερικά άτομα. Κρατούσε σκόπιμα το κεφάλι κάτω, ώστε να μην φανεί το εύθυμο ύφος του. Η Σεχραζάτ τραβάει το μανίκι από την μπλούζα της Ζεϊνέπ, νιώθοντας τον σφυγμό να χτυπάει στα αυτιά της.
«πρέπει να εξαφανιστώ»
«τώρα;»
Της λέει η Ζεϊνέπ, χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από τον Κερέμ. Σε αντίθεση με τον φίλο του, εκείνος φαινόταν ενοχλημένος από την κίνηση των κοριτσιών.
«ωραίο σόου, κυρία Ακσάλ»
Λέει ο Ονούρ μόλις φτάνει κοντά τους. Η Σεχραζάτ χαμηλώνει διστακτικά το βλέμμα της στο πρόσωπο του.
«ευχαριστώ;»
Του αποκρίνεται, αλλά ακούγεται περισσότερο σαν ερώτηση.
«ελπίζω να μην σου το χαλάσω τώρα»
Λέει καθώς τυλίγει το χέρι του γύρω από τους μηρούς της, και την κατεβάζει κάτω, στο πάτωμα. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με έκπληξη.
«έχει ωραία βραδιά. Τι λες; πάμε μια βόλτα;»
Την ρωτάει, έχοντας το ύφος του γόη. Δεν φαινόταν θυμωμένος, ίσα ίσα που το διασκέδαζε.
«εμ, είμαι με την κολλητή μου. Οπότε-»
«μη λες βλακείες»
Πετάει ξαφνικά η Ζεϊνέπ, κόβοντας την πρόταση της κολλητής της.
«μπορείς να την πάρεις, και να την πας όπου θέλεις. Μόνο να μου την προσέχεις!»
Συνεχίζει, ακουμπώντας παράλληλα το χέρι της στον ώμο της Σεχραζάτ, η οποία τώρα είχε γίνει κόκκινη σαν ντομάτα. Ο Ονούρ γελάει με την απλότητα της Ζεϊνέπ.
«μείνε ήσυχη»
Την διαβεβαιώνει.
«ωραία, πάω να λύσω μία δική μου εκκρεμότητα τώρα. Γειά»
Λέει και μετά φεύγει για να πλησιάσει τον έξαλλο Κερέμ, ο οποίος δεν είχε κουνηθεί ούτε μισό εκατοστό από την στιγμή που μπήκε μέσα.
«λοιπόν;»
«τι λοιπόν;»
«θα δεχτείς να σε κυκλοφορήσω;»
Ρωτάει, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει προβληματισμένη για λίγο. Προσπαθούσε να τον καταλάβει, να ερμηνεύσει την συμπεριφορά του, αλλά δεν μπορούσε. Του φαινόταν περίεργη αυτή η άνεση του. Τελικά ξεφυσάει.
«ναι, θα δεχτώ»
«ωραία»
Αποκρίνεται και μέσα σε λίγα λεπτά, έχουν εξαφανιστεί από την βίλα. Μόλις φτάνουν κοντά στην μηχανή του, αισθάνεται ένα ζεστό συναίσθημα να την πλημμυρίζει.
«από το χαμόγελο σου, καταλαβαίνω πως σκέφτεσαι κάτι καλό»
Της λέει με πειραχτικό τόνο ο Ονούρ καθώς καβαλάει την σέλα της BMW. Η Σεχραζάτ τον ακολουθεί, χωρίς να περιμένει κάποια άδεια για να το κάνει.
«σωστά κατάλαβες»
Του απαντά, με επίσης πειραχτικό τόνο. Ο Ονούρ γελάει και μετά βάζει μπροστά για να φύγουν.

Σε μερικά λεπτά, είχαν φτάσει κοντά σε ένα ερημικό πάρκο. Η γειτονιά φαινόταν ήσυχη, και ήταν σίγουρο ότι εκείνη την ώρα δεν θα περνούσε κανένας γνωστός για να τους δει. Η Σεχραζάτ μπαίνει πρώτη μέσα, πλησιάζοντας τις κούνιες.
«πω πω, πόσα χρόνια έχω να καθίσω σε κούνια»
Μονολογεί, κάνοντας τον Ονούρ να γελάσει.
«σου ξυπνούν παιδικές αναμνήσεις βλέπω»
Λέει ενώ κάθεται στην κούνια δίπλα της. Εκείνη την στιγμή, μία θλιβερή σκέψη περνάει αστραπιαία από το μυαλό της.
«όταν παντρεύτηκα με τον Ομέρ, σκεφτόμουν ότι θα βρίσκομαι συνέχεια στο πάρκο, να παίζω με τα παιδιά μου, να περνάω χρόνο μαζί τους...»
Η αποκάλυψη της σαστίζει τον Ονούρ. Και τότε, ένα ερώτημα γεννάται στο μυαλό του.
«γιατί δεν κάνατε παιδιά; θέλω να πω, είστε πάνω από δύο χρόνια παντρεμένοι. Πως και δεν;»
Η Σεχραζάτ αφήνει έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη της.
«εκείνος δεν ήθελε. Και ακόμα δεν θέλει. Πάντοτε μου έλεγε πως τα παιδιά έρχονται από μόνα τους»
Άθελά του, ο Ονούρ χαμογελάει.
«χαζή εξήγηση»
Λέει, χωρίς καν να το σκεφτεί. Η Σεχραζάτ του ανταποδίδει το χαμόγελο.
«ναι... χαζή... όπως και γω»
Η τελευταία πρόταση, κάνει τον Ονούρ να σοβαρευτεί απότομα.
«μη μιλάς έτσι για τον εαυτό σου»
«είναι η αλήθεια. Ήμουν χαζή, και παραμένω χαζή... σε όλα, ακόμη και στον γάμο μου»
Εκείνος φωλιάζει τρυφερά τα χέρια της ανάμεσα στις παλάμες του, κάνοντας το βλέμμα της να ανέβει στο δικό του.
«επειδή δεν ήρθαν έτσι όπως τα ονειρεύτηκες, δεν σημαίνει ότι απέτυχες, η ότι φταίς μόνο εσύ»
Πλέον είχε πάρει το πιο σοβαρό του ύφος, εκείνο το ύφος του καθηγητή που παρέδιδε μάθημα στους μαθητές του. Η Σεχραζάτ γελάει με αυτή την σκέψη.
«τι;»
Ρωτάει ο Ονούρ, με τα φρύδια του να σμίγουν.
«τίποτα»
Απαντάει, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους της. Ο Ονούρ της χαμογελάει παιχνιδιάρικα, με τα μάτια του να λάμπουν.
«έχω την εντύπωση ότι με κοροϊδεύεται, κυρία Ακσάλ»
«εγώ; από που και ως που;»
Τον πειράζει, μπαίνοντας στο νόημα του παιχνιδιού. Ξαφνικά Ο Ονούρ την αρπάζει από την μέση, φέρνοντας την να καθίσει πάνω στα πόδια του. Η Σεχραζάτ αφήνει μια τσιρίδα έκπληξης, που καταλήγει σε χαχανητό. Οι φωνές τους ακούγονται σε όλη την γειτονιά, αλλά κανένας δεν τολμάει να τους κάνει παρατήρηση. Όλα έμοιαζαν να συνωμοτούν για αυτούς τους δύο, ακόμη και το φεγγάρι που τους παρακολουθούσε σιωπηλό από κει ψηλά.
«αν δεν ήξερα ότι δεν πίνεις αλκοόλ, τότε σίγουρα θα έλεγα πως είσαι μεθυσμένη»
Της λέει, αλλά τα μούτρα της πέφτουν.
«ωχ, είπα κάτι λάθος, έτσι;»
Ρωτάει, δαγκώνοντας ένοχα το κάτω χείλος του. Η Σεχραζάτ του χαμογελάει αδύναμα καθώς ακουμπάει τρυφερά το χέρι της στο μάγουλο του.
«δεν φταίς εσύ, το παρελθόν μου φταίει»
Τα χείλη του μισανοίγουν από την έκπληξη. Τώρα ένιωθε την ανάγκη να μάθει περισσότερα, αλλά από την άλλη, δεν ήθελε κιόλας να την πιέσει.
«αν θέλεις... μπορείς να μου μιλήσεις»
Της λέει διστακτικά. Εκείνη του χαμογελά, στρέφοντας το βλέμμα της ψηλά, στον ουρανό.
«έχασα την μητέρα μου σε μικρή ηλικία, εξαιτίας του αλκοόλ. Αυτός είναι και ο λόγος που το απεχθάνομαι»
Η αποκάλυψη της τον αφήνει εμβρόντητο.
«δεν... δεν το πιστεύω»
«κι όμως, είναι αλήθεια...»
Η Σεχραζάτ χαμηλώνει τα γαλανά της ματιά στο έδαφος. Ήταν έτοιμη να του ανοίξει όλα τα χαρτιά της, αλλά δεν ήθελε να τον κοιτάζει. Ήξερε πως αν αντίκριζε το πρόσωπο του, θα έχανε όλο της το θάρρος.
«όταν ήμουν δεκαοκτώ, ο πατέρας μου αποφάσισε να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα, η οποία ήταν επίσης παντρεμένη, με έναν γιο κιόλας στην ηλικία μου...»
Κάνει παύση, καθώς βλέπει όλες εκείνες τις σκηνές να παίζουν ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό της, σαν παλιά κασέτα που δεν έλεγε να χαλάσει.
«δεν σου κρύβω ότι δεν συμφώνησα ποτέ με αυτόν τον γάμο, αλλά φυσικά δεν μιλούσα. Δεν αντέδρασα ποτέ, σε τίποτα»
Αυτή ήταν μια πικρή αλήθεια για την Σεχραζάτ. Πολλές φορές είχε κάνει πίσω στη ζωή της. Με τον πατέρα της, με τον άντρα της, με όλα. Ο Ονούρ την σφίγγει στην αγκαλιά του, κρύβοντας το πρόσωπο του στον λαιμό της.
«σε ευχαριστώ που μου έδωσες ένα κομμάτι σου»
Ψιθυρίζει πάνω στο δέρμα της. Η γυναίκα κλείνει τα μάτια, τυλίγοντας παράλληλα τα χέρια της γύρω από το κεφάλι του. Έτσι πέρασαν οι υπόλοιπες ώρες, με το παράνομο ζευγάρι να βρίσκεται αγκαλιά μέσα σε ένα σκοτεινό πάρκο, σε μια ήσυχη γειτονιά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, μακριά από την πραγματικότητα.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now