Η περιπέτεια ξεκινά

607 62 4
                                    


Το ίδιο βράδυ, η Σεχραζάτ βρίσκεται γονατισμένη μπροστά από την ντουλάπα, διαλέγοντας τα ρούχα τους για το ταξίδι. Άλλες φορές δεν θα έδινε σημασία στα λόγια της κολλητής της, μα για κάποιον μυστήριο λόγο, οι λέξεις της είχαν κολλήσει στο μυαλό της. Το μικρόβιο της αμφιβολίας άρχισε να τρώει τα σωθικά της. Σταματάει και κοιτάζει κουρασμένα τα υπόλοιπα ρούχα. Εκείνη την στιγμή, μπαίνει ο Ομέρ μέσα στο δωμάτιο, κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι του. Παρατηρεί την γυναίκα του που έχει παγώσει μπροστά από την ντουλάπα. Ένας μικρός αναστεναγμός βγαίνει από τα χείλη του.
«Σεχραζάτ;»
Ρωτάει καθώς βαδίζει προς το μέρος της. Εκείνη νιώθει ένα μικρό τράνταγμα στο σώμα της, λες και την χτύπησε ρεύμα. Αμέσως πιάνει τα υπόλοιπα ρούχα και σηκώνεται από το πάτωμα.
«εντάξει; τελείωσες με την δουλειά σου;»
Ρωτάει, κοιτάζοντας τον με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Εκείνος σηκώνει τα χέρια, ακουμπώντας τα στους ώμους της.
«γιατί έχεις κατεβασμένα μουτράκια;»
Αντιγυρίζει με γλυκό τόνο, τρίβοντας τρυφερά το δέρμα της με τους αντίχειρες του. Εκείνη ξεφυσάει, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια της.
«δεν είναι κάτι, αλήθεια»
Τα χέρια του ανεβαίνουν στα μάγουλα της.
«είσαι σίγουρη;»
Ρωτάει, και εκείνη γνέφει καταφατικά. Την φιλάει στο μέτωπο και έπειτα ξαπλώνει στο κρεβάτι. Η Σεχραζάτ αφήνει έναν διακριτικό αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη της.
«αύριο το πρωί ταξιδεύουμε για Ιταλία»
Της ανακοινώνει, λες και δεν το γνώριζε ήδη.
«ωραία»
Μουρμουρίζει, αφήνοντας τα ρούχα μέσα στην βαλίτσα. Έπειτα τραβάει το φερμουάρ, κλείνοντας την.
«θα δεις ότι θα περάσουμε τέλεια»
Ο Ομέρ ήταν πεπεισμένος για αυτό. Η Σεχραζάτ αφήνει την βαλίτσα στην άκρη και ξαπλώνει δίπλα του στο κρεβάτι.
«για να το λες εσύ»
Λέει σιγανά, ακουμπώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Ο Ομέρ την κοιτάζει ερωτηματικά.
«στράβωσες πάλι η μου φαίνεται;»
Ρωτάει, ανασηκώνοντας το φρύδι του. Η Σεχραζάτ αναστενάζει.
«πιστεύεις ότι έχουμε ρουτινιάσει;»
Πετάει ξαφνικά, αφήνοντας τον Ομέρ έκπληκτο. Περνάνε μερικά λεπτά μέχρι να της απαντήσει.
«από που ήρθε τώρα αυτό;»
«απλώς απάντησε μου Ομέρ. Πιστεύεις ότι έχουμε ρουτινιάσει;»
Στα μάτια της μπορούσες να διακρίνεις καθαρά τον φόβο και την ανασφάλεια. Ο άντρας απλώνει το χέρι, χαϊδεύοντας τρυφερά το μάγουλο της.
«όχι μωρό μου, δεν έχουμε ρουτινιάσει. Απλώς δεν είμαστε όπως τα άλλα ζευγάρια»
Απαντάει, περνώντας μερικές τούφες πίσω από το αυτί της.
«και πως είμαστε εμείς δηλαδή;»
Ρωτάει, νιώθοντας ακόμη τον φόβο να τυλίγει την καρδιά της. Ο Ομέρ της χαμογελάει καθησυχαστικά.
«εμείς έχουμε κάτι το μοναδικό μωρό μου. Κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν»
Λέει και μετά σκύβει για να αφήσει ένα απαλό φιλί στα χείλη της.
«άντε, κοιμήσου τώρα. Πρέπει να πάρουμε δυνάμεις για αύριο»
Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά για να καθησυχάσουν την Σεχραζάτ. Τώρα του χαμογελάει σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Το μικρόβιο που είχε σπείρει η Ζεϊνέπ, δεν απέδωσε καρπούς τελικά. Ίσως όμως αυτό το ταξίδι, να έφερνε στο φως πολλές αλήθειες που παρέβλεπε συνεχώς η Σεχραζάτ.

Την επόμενη μέρα, το ζευγάρι φτάνει μετά από αρκετές ώρες στην Ιταλία. Το ταξίδι ήταν αρκετά κουραστικό για την Σεχραζάτ, αλλά ευχάριστο για τον Ομέρ, ο οποίος έδειχνε πραγματικά ενθουσιασμένος. Τώρα κατευθύνονταν προς το χωριό όπου βρισκόταν το εξοχικό του Ονούρ Μπαϊρακτάρ. Η Σεχραζάτ κρατούσε τον χάρτη ανοιχτό μπροστά της, ενώ ο Ομέρ οδηγούσε χαλαρός δίπλα της.
«μήπως χαθήκαμε;»
Ρωτάει για πολλοστή φορά η Σεχραζάτ, προκαλώντας στον Ομέρ αγανάκτηση.
«αμάν ρε μωρό μου. Πως θα χαθούμε; αφού έχω βάλει το GPS και εσύ κρατάς τον χάρτη!»
Της εξηγεί το αυτονόητο. Η Σεχραζάτ ξεφυσάει, νιώθοντας κουρασμένη από όλη αυτή την διαδικασία.
«καλά, δεν ξανά μιλάω»
Απαντάει, διπλώνοντας άτσαλα τον χάρτη, ώστε να τον ξανά βάλει μέσα στη τσάντα της. Ο Ομέρ την βλέπει φευγαλέα με την γωνία του ματιού του. Άρχισε να τον κουράζει η γκρίνια της. Συμφώνησε να έρθουν μαζί σε αυτό το ταξίδι, αλλά με την συμπεριφορά της το έκανε ανυπόφορο. Ξαφνικά, ο Ομέρ βλέπει την γνωστή φιγούρα του συναδέλφου του, ο οποίος ήταν σταματημένος στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο μπλε Jeep του.
«να τος!»
Αναφωνεί ο Ομέρ, νιώθοντας ανακούφιση που τελικά κατάφερε να πάρει τον σωστό δρόμο. Σταματάει το αυτοκίνητο δίπλα από τον Ονούρ, και κατεβάζει το παράθυρο της Σεχραζάτ, ώστε να του μιλήσει.
«πάλι καλά να λες που δεν χαθήκαμε»
Λέει πειραχτικά ο Ομέρ, κάνοντας τον άλλο άντρα να γελάσει.
«εντάξει, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να το βρεις»
Αποκρίνεται καθώς βγάζει τα γυαλιά ηλίου από τα μάτια του. Η Σεχραζάτ νιώθει ξαφνικά την ανάσα της να κόβεται. Δεν είχε ξανά συναντήσει τον Ονούρ Μπαϊρακτάρ. Παρόλα που ήταν συνάδελφοι με τον άντρα της, και παρόλα που έκαναν αρκετά καλή παρέα, δεν έτυχε ποτέ να τον γνωρίσει από κοντά, η να έρθει για κάποια επίσκεψη στο σπίτι τους.
«έχεις δίκιο σε αυτό. Αλλά φρόντιζε η γυναίκα μου να με αγχώνει συνεχώς»
Σχολιάζει, δείχνοντας με το κεφάλι του την Σεχραζάτ. Το βλέμμα του Ονούρ μετακινείται στο πρόσωπο της, με αποτέλεσμα τα χείλη του να μισανοίξουν και τα μάτια του να αστράψουν.
«η σύζυγος, σωστά;»
«ε, φυσικά!»
Απαντάει με άνεση ο Ομέρ. Ο Ονούρ της χαμογελά στραβά.
«χαίρομαι που σε γνωρίζω Σεχραζάτ. Μου επιτρέπεις να σου μιλάω στον ενικό, έτσι;»
Την ρωτάει, με μια δόση χιούμορ στον τόνο της φωνής του. Η Σεχραζάτ ανοίγει το στόμα, έτοιμη να του απαντήσει.
«σιγά ρε σιγά ρε, καθηγητή εσύ, που ρωτάς κιόλας!»
Ο Ομέρ όμως την προλαβαίνει, στερώντας της το δικαίωμα να απαντήσει.
«κάτσε να πάμε στο σπίτι και θα σε τακτοποιήσω όπως πρέπει»
Του αποκρίνεται ο Ονούρ με πείραχτικό τόνο. Ο Ομέρ γελάει.
«έχεις ετοιμάσει ήδη το σκάκι;»
«όπως πάντα»
«τότε μην καθυστερούμε!»
Λέει και τώρα είναι η σειρά του Ονούρ να γελάσει. Χωρίς να πει κάτι άλλο, πηγαίνει στο αυτοκίνητο του, ώστε να ξεκινήσουν.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now