Με τρομάζεις

430 46 5
                                    

Κάθεται κάτω, στο γρασίδι, κοιτάζοντας ψηλά. Απόψε ο σκοτεινός ουρανός είχε γεμίσει από τα μικρά, λαμπερά του θαύματα, που οι άνθρωποι αποκαλούσαν αστέρια. Ένιωθε την αγωνία να χτυπά στον σφυγμό του. Το ήξερε ότι θα έρθει, δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες, αλλά εκείνος ήταν πεπεισμένος πως θα εμφανιστεί. Η ώρα πλέον ήταν δύο τα μεσάνυχτα, όταν άκουσε κάποια βήματα να τον πλησιάζουνε. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι του, ωστε να δει την σιλουέτα της να τον πλησιάζει.
«ήρθες»
Λέει με σιγουριά καθώς σηκώνεται από το γρασίδι. Η γυναίκα πλέον στεκόταν απέναντι του, κρατώντας μια αρκετά ασφαλή απόσταση ανάμεσα τους.
«αν και δεν θα πρεπε»
Μουρμουρίζει ενώ σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της. Ο Ονούρ της χαμογελά, νιώθοντας ανακούφιση.
«σημασία έχει ότι τελικά το ήρθες»
Λέει, αλλά εκείνη δεν φαίνεται να λυγίζει. Το ύφος της παραμένει σκληρό, ενώ το βλέμμα της μαρτυρά αποφασιστικότητα.
«θέλω να μάθω»
Σχεδόν το απαιτεί. Αυτόματα το χαμόγελο χάνεται από το πρόσωπο του Ονούρ.
«να μάθεις τι;»
«γιατί με κυνηγάς! Τι σου έχω κάνει; σε τι σου έχω φταίξει;»
«μα δεν μου φταις σε κάτι»
«και όλο αυτό το κυνηγητό τι είναι;»
Πετάει απότομα, ανεμίζοντας τα χέρια της ως ένδειξη αγανάκτησης. Ο Ονούρ παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«νομίζεις ότι μπορείς να παίξεις μαζί μου;»
Ρωτάει, στενεύοντας τα μάτια της από θυμό.
«δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο»
«αυτό μου δείχνεις όμως! Είμαι το εύκολο στοίχημα για εσένα, έτσι;»
«μη βάζεις λόγια στο στόμα μου Σεχραζάτ»
Γρυλίζει καθώς την αρπάζει από τους ώμους. Εκείνη δεν πτοείται, ούτε νιώθει τις τσιμπιές του φόβου στο σώμα της.
«αυτό πιστεύεις Ονούρ, ότι είμαι το εύκολο στοίχημα, παραδέξου το!»
«δεν θέλω να παίξω μαζί σου γαμώτο!»
Γρυλίζει, κοιτάζοντας την έντονα μέσα στα μάτια. Η γυναίκα μένει με το στόμα ανοιχτό, και την ανάσα της κομμένη.
«τότε τι θέλεις;»
Ρωτάει σιγανά, νιώθοντας τώρα έναν κόκκινο συναγερμό να χτυπάει στο κεφάλι της. Ο Ονούρ την φέρνει πολύ κοντά του, τόσο ώστε το στήθος της να ενωθεί με το δικό του.
«εσένα. Θέλω εσένα. Απλά, κατανοητά, εσένα»
Λέει αργά και καθαρά, ώστε να τον ακούσει. Δεν θα μπορούσε να πει πως ήταν ερωτευμένος, απλώς ενθουσιασμένος. Η Σεχραζάτ μένει με το στόμα ανοιχτό από την αποκάλυψη του.
«δεν το λες αλήθεια»
«δεν θέλω να κρύβομαι Σεχραζάτ. Είσαι μία ωραία γυναίκα, και ξέρω πως είναι λάθος το να σε προσεγγίζω, λόγο του ότι είσαι παντρεμένη, αλλά δεν μου αρέσει να κρύβομαι, δεν το θέλω!»
Λέει ταρακουνώντας μαλακά το σώμα της. Πλέον τα πρόσωπα τους βρίσκονται πολύ κοντά. Η ανάσα του αγγίζει σαν χάδι τα χείλη της, προκαλώντας την να υποδεχτεί το φιλί του. Κοιτούσε τα χρυσά του μάτια, και αναρωτιόταν αν είχε ξανά νιώσει ποτέ έτσι στη ζωή της. Ναι, μπορεί να είχε ερωτευτεί τον Ομέρ, αλλά αυτό που της προκαλούσε τώρα ο Ονούρ, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Το μέτωπο του ενώνεται αργά με το δικό της.
«και συ το θέλεις Σεχραζάτ, το βλέπω καθαρά στα μάτια σου, ακόμη και στον τρόπο που μου μιλάς»
Ψιθυρίζει, στέλνοντας ρίγη στην ραχοκοκαλιά της. Το αίμα καιγόταν πλέον μέσα στις φλέβες της, ενώ η λογική βούλιαζε σιγά σιγά σε μια θάλασσα γεμάτη από αμαρτωλές σκέψεις και απαγορευμένα συναισθήματα. Όχι, δεν ήθελε να καταλήξει σε αυτή την θάλασσα, δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη να αφεθεί, να προδώσει τον Ομέρ. Όχι, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Αμέσως κάνει δύο βήματα πίσω, ξεφεύγοντας από την λαβή του.
«δεν μπορώ να τον προδώσω, δεν γίνεται»
Λέει βιαστικά και μετά χάνεται, αφήνοντας τον να στέκεται μόνος πλέον στον κήπο, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, με το απαλό καλοκαιρινό αεράκι να πειράζει τα μαλλιά του. Δεν περίμενε ότι θα του ξέφευγε. Αυτό του το έκανε ακόμα πιο δύσκολο, αλλά του άρεσε. Ήξερε πως θα το απολάμβανε, μιας και η Σεχραζάτ δεν ήταν ένας εύκολος στόχος. Η γυναίκα φτάνει στον ξενώνα, βρίσκοντας τον Ομέρ να κοιμάται ανάσκελα στο κρεβάτι. Αυτόματα ένιωσε ανακούφιση. Δεν μπορούσε να τον προδώσει, δεν ήθελε να είναι αυτή που θα διέλυε την σχέση τους. Κατά βάθος ήξερε πως η Ζεϊνέπ είχε δίκιο, αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί, δεν ήθελε να δει την αποτυχία της, να την αντιμετωπίσει κατάματα. Ξαπλώνει στο κρεβάτι δίπλα του, ακουμπώντας το κεφάλι της δειλά στον ώμο του. Εκείνος δεν κουνιέται, ούτε που καταλαβαίνει την κίνηση της. Την ίδια στιγμή, ο Ονούρ μπαίνει μέσα στο δωμάτιο του, βρίσκοντας την Λεϊλά να στέκεται κοντά στο παράθυρο, έχοντας ένα τσιγάρο ανάμεσα στον δείκτη και τον μεσαίο της.
«δεν σου έχω πει να μην καπνίζεις μέσα στο σπίτι;»
Η φωνή του ακούγεται; αυστηρή. Η γυναίκα δεν τον κοιτάζει, αλλά ένα χαιρέκακο χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπο της. Ήταν έτοιμη να πετάξει το καρφί της.
«έλα, σβήστο»
«κοιμήθηκες μαζί της, έτσι;»
Ο Ονούρ μαρμαρώνει στη θέση του.
«για ποια μιλάς;»
Αντιγυρίζει, προσπαθώντας να καταλάβει. Εκείνη γυρίζει το κεφάλι, κοιτάζοντας τον με ειρωνικό βλέμμα.
«μη μου το παίζεις τρελός Ονούρ. Για την Σεχραζάτ μιλάω. Της την πέφτεις κανονικότατα»
Το χρυσό λιώνει σιγά σιγά από τα μάτια του, αντικαθιστώντας το με ένα πιο σκοτεινό χρώμα.
«νομίζεις ότι δεν σας είδα σήμερα το πρωί;»
Προσθέτει, έχοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο της. Ο Ονούρ κλείνει βιαστικά την πόρτα του δωματίου, ελπίζοντας να μην τους άκουσε κανείς.
«δεν ελπίζω να μίλησες για αυτό με τον Ομέρ»
«όχι φυσικά. Εκείνος είναι τόσο κολλημένος μαζί μου, που ούτε γύρισε να σας κοιτάξει»
Ο Ονούρ κλείνει το φως του δωματίου και ξεκινά να περπατά αργά προς το μέρος της. Η σιλουέτα του φαινόταν τρομακτική μέσα στο σκοτάδι. Η Λεϊλά ισιώνει το σώμα της, έχοντας εστιάσει πλέον το βλέμμα της στο δικό του.
«ότι είδες σήμερα... να το ξεχάσεις»
«γιατί; είσαι ερωτευμένος μαζί της και φοβάσαι μη την χάσεις;»
Εκείνος ακουμπάει τα χέρια του δεξιά και αριστερά από τα πλευρά της, φυλακίζοντας την ανάμεσα στο παράθυρο και το σώμα του.
«το τι κάνω με οποιαδήποτε άλλη, δεν είναι δική σου δουλειά»
«θα ήθελα όμως να είναι»
Η φωνή της ακούστηκε πικρή, σχεδόν θλιμμένη. Ο άντρας αφήνει ένα ειρωνικό γελάκι, καθώς ισιώνει το σώμα του.
«τι είναι τώρα αυτό; ερωτική εξομολόγηση πάλι;»
«γιατί σου φαίνεται τόσο αστείο το γεγονός ότι σε αγαπώ;»
Πετάει κάπως απότομα, καθώς το σώμα της έρχεται ξανά κοντά στο δικό του. Τα σκοτεινά του μάτια έρχονται σε αντίθεση με τα καστανά δικά της. Αναμφίβολα η Λεϊλά ήταν μία ελκυστική και πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά δεν ήταν αυτό που αναζητούσε ο Ονούρ. Το χέρι του αγγίζει το μάγουλο της, προκαλώντας σεισμικές δονήσεις στο κορμί της. Τα χείλη του πλησιάζουν το αυτί της, προφέροντας ψιθυριστά τις επόμενες λέξεις.
«εσύ είσαι αυτή που δεν με βοηθάς να το πιστέψω»
Τα λόγια του την αφήνουν εμβρόντητη. Έπειτα απομακρύνεται από κοντά της, ώστε να πέσει στο κρεβάτι.
«μην μιλήσεις σε κανέναν»
Την προειδοποιεί και έπειτα γυρίζει πλευρό, ώστε να μην την κοιτάζει. Μπορεί η Λεϊλά να έλεγε ότι τον αγαπάει, αλλά το σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσε να του μείνει πιστή.

Μη φοβάσαι τη φωτιάOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz