Το κουδούνι ηχεί στα αυτιά του, όμως εκείνος δεν θέλει να σηκωθεί. Δεν έχει το κουράγιο να το κάνει. Το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του είχε φτάσει πια κοντά στο φυτίλι. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό, λες και εκεί έβλεπε το πιο πολύτιμο πράγμα. Το κουδούνι επιμένει, κάνοντας τον να αφήσει ένα μουγκρητό.
«γαμώτο μου»
Γρυλίζει καθώς σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι. Έπειτα σηκώνεται από τον καναπέ, ώστε να πλησιάσει την είσοδο του σπιτιού. Μόλις ανοίγει την πόρτα, η καρδιά του σταματά να χτυπά.
«Σεχραζάτ;»
Αναφωνεί, και ένα χαμόγελο ανεβαίνει σιγά σιγά στα χείλη του. Εκείνη μένει ακίνητη στη θέση της, κοιτάζοντας τον με μια παράξενη σιγουριά.
«καλησπέρα»
Η φωνή της ακούγεται παγερή, σαν να μιλάει σε κάποιον ξένο. Αυτό επισκιάζει την προσωρινή χαρά του Ονούρ.
«χαίρομαι που... που είσαι καλά»
Σχεδόν τραυλίζει. Ένιωθε αμήχανα απέναντι της. Μετά από εκείνο το βράδυ, όλα είχαν γίνει πια πάγος.
«μπορώ να περάσω;»
Τα φρύδια του ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«ναι, βέβαια»
Απαντάει αμέσως, παραμερίζοντας για να περάσει εκείνη. Την παρακολουθεί να μπαίνει μέσα με διστακτικά βήματα.
«θέλεις να σου βάλω κάτι να πιεις;»
«όχι, θέλω απλά....»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση της, και τα γαλανά της μάτια στρέφονται ξανά στα δικά του. Ο Ονούρ την κοιτούσε με αγωνία.
«θέλω να μιλήσουμε»
Του ανακοινώνει απλά, σχεδόν επαγγελματικά. Εκείνος της δείχνει τον καναπέ, κάνοντας της νόημα να καθίσει. Η Σεχραζάτ κοιτάζει τριγύρω, πριν ακολουθήσει την εντολή του. Όλα ήταν ένα χάος μέσα στο σαλόνι. Ρούχα πεταμένα, το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, και μερικά άδεια μπουκάλια ουίσκι κρύβονταν κάτω από το τραπεζάκι. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο ακατάστατο.
«δεν ήθελα να με δεις έτσι»
Μουρμουρίζει, νιώθοντας ντροπή για τον εαυτό του. Η Σεχραζάτ αποφασίζει να το αγνοήσει, και να μπει κατευθείαν στο θέμα.
«γιατί δεν μου μίλησες;»
Τα πράσινα μάτια του συναντούν τα δικά της. Στο πρόσωπο της έβλεπε μια παράξενη σιγουριά. Μένει για μερικά λεπτά ακίνητος, νιώθοντας χαμένος ανάμεσα στις σκέψεις του. Αυτή η σκηνή είχε παίξει τόσες πολλές φορές μέσα στο μυαλό του, αλλά τώρα που η Σεχραζάτ βρισκόταν μπροστά του με σάρκα και οστά, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, σαν να διαγράφηκαν όλα ξαφνικά από το μυαλό του, σαν να μην τα σκέφτηκε ποτέ.
«υποθέτω πως... δεν μου δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία»
Απαντάει διστακτικά, κοιτώντας χαμηλά, στα χέρια του που τρίβονταν αμήχανα μεταξύ τους. Η Σεχραζάτ ρουθουνίζει ειρωνικά.
«όταν σε ρώτησα εκείνη την ημέρα, μου είπες ψέματα»
Εκείνος δεν τολμά να την κοιτάξει. Φοβόταν, πραγματικά φοβόταν. Και μόνο που βρισκόταν αυτή την στιγμή στο σπίτι του και του μιλούσε, ήτανε θαύμα για τον Ονούρ. Δεν ήθελε να πει κάποια λάθος κουβέντα και να φύγει ξανά. Δεν θα το άντεχε.
«ναι, σου είπα ψέματα. Αλλά δεν το έκανα με κακές προθέσεις»
Λέει καθώς βαδίζει προς το μέρος της.
«αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μου είπες ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό»
Αποκρίνεται καθώς παίρνει το μισοάδειο πακέτο του από το τραπεζάκι. Ο Ονούρ γονατίζει μπροστά της, παρακολουθώντας την να τοποθετεί το τσιγάρο στα χείλη της. Πρώτη φορά την έβλεπε να καπνίζει, και το ύφος της πρόδιδε μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα. Φαινόταν μια αλλιώτικη Σεχραζάτ, μια πολύ πιο δυναμική.
«όταν σε ρώτησα, έπρεπε να μου πεις την αλήθεια»
Λέει, χωρίς να τον κοιτάζει. Εκείνος μένει για μερικά λεπτά σιωπηλός, πριν τελικά της το αποκαλύψει.
«φοβόμουν»
Τα μάτια της υψώνονται ανέκφραστα στο πρόσωπο του.
«τι;»
«ότι θα με εγκατέλειπες»
Απαντάει λιτά, χωρίς να της δώσει το περιθώριο να σκεφτεί κάτι παραπάνω. Τον κοιτάζει σιωπηλή, καπνίζοντας σχεδόν αδιάφορα το τσιγάρο της. Τα λεπτά περνούν, και κανένας τους δεν μιλά. Το μόνο που ακούγεται πλέον στο δωμάτιο, είναι οι ανάσες τους. Η πόλη είχε βουλιάξει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, το ίδιο και οι καρδιές τους. Η Σεχραζάτ ρουφάει ξανά το τσιγάρο της, πριν ξεκινήσει τον μονόλογο της.
«δεν με πείραξε τόσο η απιστία του Ομέρ, όσο τα ψέμματα σου. Ο τρόπος που με κοιτούσες, η τρυφερότητα που μου προσέφερες τόσο απλόχερα...»
Κάνει παύση, δαγκώνοντας απαλά τον αντίχειρα της. Φαινόταν χαμένη στις ίδιες της τις λέξεις.
«πίστευα ότι εσύ δεν θα μου έλεγες ποτέ ψέμματα. Με τύφλωσες Ονούρ. Μου χάρισες τόσο όμορφες στιγμές, και τώρα νιώθω ότι όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο... ένα πολύ όμορφο όνειρο»
«δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα...»
Αποφασίζει επιτέλους να πάρει τον λόγο. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με προσοχή.
«δεν ήθελα να σε πληγώσω, δεν σκεφτόμουν καν αυτή την πιθανότητα. Στην αρχή μπορεί να σε έβλεπα σαν ένα εύκολο στοίχημα για τον εαυτό μου, αλλά στην πορεία... όταν άρχισα να σε γνωρίζω...»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση του, κοιτάζοντας την με ένοχο βλέμμα. Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Της άνοιγε τα χαρτιά του, και εκείνη συνέχιζε να τον κοιτάζει με την ίδια απάθεια.
«σε ερωτεύτηκα Σεχραζάτ. Δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι στη ζωή μου»
Η Σεχραζάτ τινάζει το τσιγάρο της, αφήνοντας την στάχτη του να πέσει στο πάτωμα. Ο άντρας την κοιτάζει με αγωνία, αλλά εκείνη παραμένει πεισματικά σιωπηλή.
«πες κάτι, σε παρακαλώ»
«και η σχέση της Λεϊλά με τον Ομέρ; ήταν μήπως κανένα σχέδιο για να μας χωρίσεις;»
Ρωτάει, παίρνοντας ένα απρόσμενα υπεροπτικό ύφος. Ο Ονούρ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«όχι βέβαια. Ο Ομέρ τα έριξε στην Λεϊλά από την πρώτη ημέρα που ήρθατε στο εξοχικό μου, στην Ιταλία, και εκείνη φυσικά δεν έκανε πίσω»
Της εξηγεί με ήπιο τόνο. Εκείνη κλείνει τα μάτια, αφήνοντας έναν αναστεναγμό κούρασης να ξεφύγει από τα χείλη της.
«ήμουν τόσο ηλίθια»
Ο Ονούρ παίρνει το χέρι της, φέρνοντας το κοντά στα χείλη του.
«δεν μου αρέσει να μιλάς έτσι για τον εαυτό σου»
Τα μάτια της ανοίγουν, αποκαλύπτοντας εκείνη την ευαίσθητη Σεχραζάτ που είχε πρώτο γνωρίσει, αυτή που είχε συνηθίσει να κοιτάζει μέσα στα μάτια της.
«γαμώτο, πως τα κάνα έτσι»
Μουρμουρίζει περισσότερο στον εαυτό του, παρά σε εκείνην.
«δεν φταις μόνο εσύ»
Ψιθυρίζει. Ο Ονούρ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«όχι, εγώ φταίω, για όλα! Έπρεπε να ήμουν ειλικρινής. Όταν κατάλαβα τι ένιωθα για σένα, έπρεπε να... που να πάρει η οργή»
Η Σεχραζάτ τοποθετεί τα δάχτυλα της στα χείλη του, κάνοντας τον να σπάσει. Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο σίγουρη για όλα όσα θα ακολουθούσαν. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το ύφος της ήταν μοιρολατρικό, κάτι που τρόμαζε ακόμα και σαν ιδέα τον Ονούρ. Με μια μικρή κίνηση, τα χείλη της ενώνονται αργά με τα δικά του, αφήνοντας ένα απαλό φιλί. Τα μάτια του ανοίγουν για να την κοιτάξουν με έκπληξη αλλά και επιθυμία.
«σ'αγαπάω Σεχραζάτ»
Αυτές οι λέξεις βγαίνουν σαν προσευχή από τα χείλη του. Εκείνη γνέφει αργά καταφατικά, με τα δάχτυλα της να χαϊδεύουν αργά το αξύριστο σαγόνι του.
«το ξέρω»
Η απάντηση της τον αφήνει εμβρόντητο.
«αλήθεια;»
«ναι, Ονούρ»
Απαντάει και την επόμενη στιγμή, βρίσκεται κλεισμένη στην αγκαλιά του.
«δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένο με κάνεις...»
Της ψιθυρίζει. Εκείνη χαμογελάει γλυκά, αφήνοντας τα λόγια του να απαλύνουν τον πόνο της καρδιά της.
«σου ορκίζομαι μωρό μου πως θα τα αλλάξω όλα. Θα σε κάνω ευτυχισμένη Σεχραζάτ μου, πραγματικά ευτυχισμένη»
Συνεχίζει, και εκείνη γνέφει καταφατικά, νιώθοντας τα πρώτα δάκρυα να ξεφεύγουν από τα μάτια της.
«το ξέρω»
Ψελλίζει. Ο Ονούρ τοποθετεί τις παλάμες του στα μάγουλα της, φιλώντας επανειλημμένα το πρόσωπο της.
«είσαι η μόνη γυναίκα που κατάφερε να αγγίξει την ψυχή μου»
Τα λόγια του ήταν τόσο όμορφα, τόσο καταπραΰντικά. Το βράδυ κοιμήθηκαν αγκαλιά. Για μία ακόμη φορά, ενώ είχαν την ευκαιρία, δεν τόλμησαν να κάνουν έρωτα. Ούτε εκείνος άπλωσε πονηρά τα χέρια του, αλλά ούτε και κείνη τον προκάλεσε. Το όνειρο ήτανε όμορφο, γλυκό, άφηνε μια ανακούφιση στον πόνο όλων αυτών των ημερών. Μέχρι που ο Ονούρ ξύπνησε και είδε την πλευρά της άδεια, και ένα σημείωμα αφημένο πάνω στο μαξιλάρι της."Σε ευχαριστώ για όλα όσα μου δίδαξες μέσα από αυτή την ιστορία. Μη με ξεχάσεις. Κι εγώ σ'αγαπώ. Σεχραζάτ."
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...