Δεν μπορεί να το έκανες αυτό

423 48 6
                                    

«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ηρέμησε το κεφάλι μου αυτές τις τρεις μέρες»
Λέει η Σεχραζάτ στο τηλέφωνο καθώς γεμίζει την κούπα της με ζεστό αχνιστό καφέ.
«είδες; λίγες μέρες μακριά από τον Ομέρ, και ακούγεσαι άλλος άνθρωπος!»
Η Ζεϊνέπ είχε ενθουσιαστεί που η κολλητή της είχε πάρει μία τόσο σημαντική απόφαση.
«αυτό είναι αλήθεια»
Λέει, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο της.
«η δουλειά εκεί πως πάει;»
«μια χαρά. Τα παιδιά συνεργάζονται άψογα, οπότε δεν μου δημιουργούν περαιτέρω προβλήματα»
«ο άλλος δεν σε πήρε κανένα τηλέφωνο;»
Η Σεχραζάτ σκέφτεται για μερικά λεπτά την απάντηση της. Η αλήθεια ήταν πως όχι απλά δεν την πήρε τηλέφωνο, ούτε μήνυμα δεν της έστειλε, να την ρωτήσει έστω αν έφτασε, αν είναι καλά.
«η σιωπή σου προς απάντηση μου;»
Προσθέτει η Ζεϊνέπ, επαναφέροντας την στην πραγματικότητα.
«δεν πήρε, όχι»
«το φαντάστηκα»
Η Σεχραζάτ ξεφυσάει, νιώθοντας ξαφνικά εξαντλημένη από αυτή την ιστορία.
«Σεχραζάτ μου, δεν θέλω να σε πιέσω, αλλά τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να πάρεις μια οριστική απόφαση»
Ήξερε πως έπρεπε να κινητοποιήσει την κολλητή της, πριν κάνει κάτι ο άλλος και της αλλάξει πάλι τα μυαλά.
«δεν ξέρω τι πρέπει και τι δεν πρέπει Ζεϊνέπ. Είμαι... πολύ μπερδεμένη με όλο αυτό»
Η κοπέλα αναστενάζει από την άλλη γραμμή, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ψυχραιμία της.
«όπως νομίζεις. Απλώς σου υπενθυμίζω τις επιλογές σου»
Λέει και η Σεχραζάτ αναστενάζει.
«καλά κάνεις»
Ξαφνικά ακούγεται ένα απαλό χτύπημα από την πόρτα του δωματίου. Αμέσως αφήνει την καφετέρια, για να σηκωθεί όρθια. Το χτύπημα ξανά ακούγεται, λίγο πιο δυνατό από το πρώτο.
«Ζεϊνέπ σε κλείνω, κάποιος μου χτυπάει»
«εντάξει, τα λέμε, και να προσέχεις!»
Λέει και της το κλείνει, πριν προλάβει να απαντήσει. Συνήθως η Ζεϊνέπ δεν είναι τόσο εκδηλωτική στο θέμα των συναισθημάτων, δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοια λόγια. Κουνάει το κεφάλι της, πριν σηκωθεί για να ανοίξει την πόρτα. Προς έκπληξη της, βλέπει ένα αντρικό σώμα, του οποίου το πρόσωπο κρύβεται πίσω από ένα μπουκέτο με ροζ τριαντάφυλλα.
«καλημέρα, κυρία Ακσάλ»
Η φωνή του άντρα ακούγεται κάπως παραμορφομένη, σαν να το κάνει επίτηδες. Παρόλα αυτά η Σεχραζάτ χαμογελάει.
«καλημέρα σας»
«παραγγείλατε μήπως εκατό τριαντάφυλλα;»
Η Σεχραζάτ γελάει ελαφρά, καθώς ακούει την ερώτηση του.
«η αλήθεια είναι πως όχι»
«τότε επιτρέψτε μου να σας τα χαρίσω, γιατί τα αξίζετε»
Λέει ο άντρας, κατεβάζοντας την ανθοδέσμη, και αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του. Η Σεχραζάτ μένει με το στόμα ανοιχτό από το σοκ.
«τι κάνεις εσύ εδώ;»
Αναφωνεί, νιώθοντας τώρα τον θυμό να σιγοκαίει μέσα στο στήθος της. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως ο Ομέρ είχε έρθει να την βρει, αλλά τελικά βγήκε λάθος.
«σε ακολούθησα ως εδώ. Πειράζει;»
Ρωτάει, τείνοντας της τα λουλούδια.
«δεν τα θέλω αυτά»
«είναι αγένεια να πετάς ένα δώρο, Σεχραζάτ!»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας την με παιχνιδιάρικο ύφος. Η γυναίκα ένιωθε πια έτοιμη να εκραγεί.
«μπορείς να μου εξηγήσεις τι στο καλό θέλεις εδώ;»
Ρωτάει, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ψυχραιμία της. Ο άντρας κάνει ένα βήμα κοντά της, φέρνοντας τα σώματα τους πολύ κοντά.
«είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη σου σε μια ξένη πόλη»
«μην ανησυχείς, έχω ξανάρθει!»
Του πετάει ειρωνικά καθώς σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της. Ο Ονούρ αντί να εκνευρίζεται με την στάση της, δείχνει να το διασκεδάζει. Τα μάτια του πλέον έχουν γίνει δύο αστραφτερά, σκανταλιάρικα σμαράγδια.
«δεν αμφέβαλλα για αυτό»
Απαντάει, προσπαθώντας να πνίξει την επιθυμία του να γελάσει. Η Σεχραζάτ θαυμάζει για λίγο την εικόνα του παιχνιδιάρικου Ονούρ. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που κάποιος την πείραζε. Δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοια ο Ομέρ. Η σκέψη του επισκιάζει την προσωρινή της ανεμελιά, με την πραγματικότητα να την χτυπά σαν οδοστρωτήρας.
«φύγε»
Λέει ενώ κάνει να κλείσει την πόρτα, όμως εκείνος προλαβαίνει και την μπλοκάρει με το χέρι και την μύτη του παπουτσιού του.
«δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα Σεχραζάτ, ελπίζω να το έχεις καταλάβει»
Αποκρίνεται ο Ονούρ, με το χαμόγελο να παιχνιδίζει πιο έντονα στα καλοσχηματισμένα του χείλη.
«συνεχίζεις να με εκνευρίζεις»
Λέει μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. Εκείνος ακουμπάει χαλαρά τον αγκώνα του στο κούφωμα της πόρτας, κοιτάζοντας την με το ύφος του γόη.
«ο θυμός είναι καλύτερος από την αδιαφορία»
Απαντάει, μπερδεύοντας την για λίγο.
«μπορείς να με αφήσεις ήσυχη, σε παρακαλώ;»
Λέει ενώ επιχειρεί για άλλη μια φορά να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, αλλά φυσικά εκείνος προλαβαίνει να την σταματήσει.
«τι θέλεις επιτέλους;»
«απόψε στις εννιά θα σε περιμένω στην ρεσεψιόν. Ντύσου απλά»
Λέει και έπειτα κλείνει την πόρτα, αφήνοντας την εμβρόντητη. Τώρα εγώ τι έπρεπε να απαντήσω; Αυτή η σκέψη την μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Ακουμπάει το μέτωπο της στην κρύα επιφάνεια του ξύλου και τα βλέφαρά της κλείνουν.
«τι θέλεις από μένα πια;»
Ρωτάει με σιγανή, σχεδόν αγανακτισμένη φωνή.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now