Είναι αμαρτία αυτό;

433 45 6
                                    


Ο ένας κοιτούσε τον άλλον για ώρες. Η Σεχραζάτ καθισμένη στην πολυθρόνα, και ο Ονούρ γονατιστός μπροστά της, με το σώμα του να ακουμπάει στον διπλανό καναπέ. Όλα ήταν κλειστά, η μοναδική πηγή φωτός ερχόταν από την κουζίνα, αποκαλύπτοντας τις σιλουέτες τους. Από εκείνο το φιλί, δεν ξανά μίλησαν. Ο Ονούρ την είχε οδηγήσει ήσυχα ως το σαλόνι, και από τότε δεν τόλμησαν να ξανά μιλήσουν, λες και οι λέξεις θα χαλούσαν τα πάντα. Ξαφνικά, ο Ονούρ απλώνει το χέρι του, αγγίζοντας διστακτικά το γόνατο της. Η Σεχραζάτ δεν νιώθει φόβο, για κάποιον περίεργο λόγο, τον εμπιστεύεται.
«κοιμήσου απόψε εδώ, μαζί μου»
Της ζητάει με χαμηλή, βραχνή φωνή. Η Σεχραζάτ του χαμογελά.
«δεν μπορώ, θα κινήσω υποψίες»
«μείνε, σε παρακαλώ»
Επιμένει καθώς ισιώνει το σώμα του, πλησιάζοντας την κάπως απότομα. Ασυναίσθητα, απλώνει το χέρι της, ακουμπώντας το στο μάγουλο του. Δεν είχε ζήσει ποτέ κάποια παρόμοια σκηνή με τον Ομέρ. Δεν του άρεσαν και τόσο οι γλύκες. Όποτε η Σεχραζάτ κούρνιαζε κοντά του, εκείνος προσπαθούσε να της ξεφύγει με κάθε πιθανό τρόπο. Ο Ονούρ όμως... ήταν ένας άγνωστος, ένας άγνωστος που της επέτρεπε να εκφράσει την τρυφερότητα της επάνω του.
«απλά θα κοιμηθούμε, δεν πρόκειται να σε αγγίξω»
Αυτό ακούγεται σαν υπόσχεση. Η Σεχραζάτ πλησιάζει το πρόσωπο της στο δικό του, αφήνοντας ένα διστακτικό φιλί στην γωνία των χειλιών του. Ο Ονούρ την κοιτάζει με έκπληξη.
«μείνε»
Ψελλίζει μηχανικά. Η Σεχραζάτ τον ξανά φιλάει, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το σώμα του, ώσπου τελικά καταλήγει καθισμένη πάνω στα πόδια του. Τα φιλιά της επεκτείνονται, αφήνοντας τα σημάδια της σε όλο του το πρόσωπο, άτσαλα αλλά συνάμα τρυφερά. Ο Ονούρ την αγκαλιάζει σφιχτά, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια του. Το σώμα του άρχισε και πάλι να τρέμει. Το άγγιγμα της προκαλούσε δονήσεις όχι μόνο στο κορμί, αλλά και στο μυαλό του.
«μείνε μαζί μου, σε παρακαλώ»
Επιμένει με τον ίδιο σιγανό τόνο. Τα χείλη της ενώνονται με τα δικά του, σωπαίνοντας τον. Ήταν πλέον χαμένος στο ίδιο του το παιχνίδι. Τα χέρια της χαϊδεύουν το στήθος του, ώσπου παγιδεύουν τα κουμπιά από το πουκάμισο του. Με αργές αλλά συνάμα ερωτικές κινήσεις, του τα ξεκουμπώνει. Ο Ονούρ τραβιέται, κοιτάζοντας την ερωτηματικά μέσα στα μάτια.
«τι κάνεις;»
«δεν ξέρω»
Του απαντά ειλικρινά, έχοντας ένα μικρό, σκανταλιάρικο χαμόγελο στα χείλη της. Εκείνος όμως την κοιτάζει με απόλυτα σοβαρό ύφος.
«Σεχραζάτ, αν το κάνουμε αυτό... δεν υπάρχει επιστροφή»
Ήταν αποφασισμένος να ανοίξει όλα του τα χαρτιά. Τώρα το πρόσωπο της σοβαρεύει, αντιγράφοντας τη δική του έκφραση.
«αν κάνεις το πρώτο βήμα τώρα... να ξέρεις ότι δεν έχω σκοπό να σε αφήσω»
Η Σεχραζάτ του χαμογελάει διστακτικά, παίζοντας νευρικά με το πουκάμισο του.
«μία νύχτα, αυτό μου είχες ζητήσει»
Του υπενθυμίζει, κοιτώντας τα χέρια της. Εκείνος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«έχουν αλλάξει πολλά από εκείνη την ημέρα. Αν αρχίσω, δεν έχω σκοπό να σταματήσω, εκτός αν με σταματήσεις εσύ»
Περίμενε να ελαφρύνει κάπως το κλίμα, αλλά τελικά το έκανε πιο βαρύ. Ξαφνικά η Σεχραζάτ ένιωθε σαν να πιέζετε. Δεν ήξερε αν θα άντεχε μία ακόμη δέσμευση. Ήδη είχε θέματα με τον γάμο της, και μία παράλληλη σχέση με τον Ονούρ... δεν φαινόταν και η καλύτερη προοπτική.
«έχεις ακόμα αμφιβολίες»
Μπορούσε να διαβάσει καθαρά την έκφραση του προσώπου της. Δεν ήθελε να κρύβεται, δεν του άρεσαν τα μισόλογα. Αυτό που της ζητούσε ήταν μια παράνομη σχέση. Ούτε κι αυτός ήθελε δεσμεύσεις, απλώς προσπαθούσε να δει που θα τον οδηγούσε όλο αυτό, σε ποιο ωκεανό θα τον έβγαζε αυτό το ορμητικό ποτάμι.
«δεν θέλω να μπλεχτούν τα πράγματα μεταξύ μας, ξέρεις, ως προς το σοβαρό»
«ούτε κι εγώ το θέλω αυτό»
«τότε ας μην δίνουμε υποσχέσεις. Ας αφήσουμε τον χρόνο να μας οδηγήσει»
Απαντάει λιτά η Σεχραζάτ, παίζοντας παράλληλα με τα κοντά μαύρα μαλλιά του.
«υποθέτω ότι τώρα συμφωνήσαμε σε κάτι»
Πετάει με πειραχτικό τόνο, κάνοντας την να αφήσει ένα γελάκι ανακούφισης. Αυτόματα την τραβάει στην αγκαλιά του, μοιράζοντας παιχνιδιάρικα φιλιά στον λαιμό της. Το γέλιο της τώρα ακούγεται σε όλο το σπίτι, γεμίζοντας αυτό το άδειο μέρος, δίνοντας του ζωή. Ξαφνικά, ακούγεται το τηλέφωνο της. Τα σοβαρά πλέον βλέμματα τους συναντώνται, δίνοντας ερωτήσεις ο ένας στον άλλον. Η Σεχραζάτ απλώνει το χέρι ώστε να πάρει το τηλέφωνο από το τραπεζάκι.
«ναι»
«βγήκες; που είσαι;»
Η φωνή του Ομέρ ακούγεται έκπληκτη. Τα γαλανά της μάτια κοιτούν σχεδόν ένοχα τον Ονούρ.
«στην Ζεϊνέπ. Είχε ένα πρόβλημα και-»
«αμάν βρε κορίτσι μου! Και γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο να με ενημερώσεις; πέθανα από το άγχος»
Για μια στιγμή, νιώθει τόσο απαίσια για τον εαυτό της, σαν να έκανε το μεγαλύτερο λάθος του κόσμου. Ο Ονούρ την είχε ήδη καταλάβει από το βλέμμα της.
«έρχομαι σε λίγο από το σπίτι»
Λέει απλά και μετά το κλείνει.
«δεν το εννοείς»
«πρέπει να φύγω»
Μουρμουρίζει καθώς σηκώνεται από την αγκαλιά του.
«που είναι το μπουφάν μου;»
Αμέσως ο Ονούρ σηκώνεται από τη θέση του για να την πλησιάσει.
«μη φύγεις. Βρες μια δικαιολογία, κάτι»
Ξαφνικά φαινόταν τόσο πανικόβλητος, λες και θα έχανε κάτι πολύτιμο. Τα φοβισμένα πλέον γαλανά της μάτια, στρέφονται στο πρόσωπο του, γεμάτα τύψεις και ενοχές.
«είναι λάθος, δεν το καταλαβαίνεις;»
Ψελλίζει, με την φωνή της να στάζει από θλίψη.
«μείνε»
Ο Ονούρ επιμένει, αγνοώντας τα λόγια της. Δεν ήθελε άλλωστε να την ακούσει, ήθελε απλά να την κρατήσει εδώ, στην αγκαλιά του, μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό και μόνο του αρκούσε.
«δεν μπορώ»
Λέει και έπειτα αρπάζει το μπουφάν της από τον καναπέ.
«πριν από αυτό το τηλεφώνημα, με φιλούσες σαν να μην ένιωθες την αμαρτία Σεχραζάτ. Τώρα τι έγινε; πήρε ο Ομέρ και σου ξύπνησε την λογική;»
«ναι, αυτό ακριβώς έκανε. Και μάλιστα πήρε την κατάλληλη στιγμή!»
Πετάει κάπως φωναχτά, αφήνοντας τον εμβρόντητο.
«είναι λάθος Ονούρ. Αυτό, όλο αυτό το σκηνικό μεταξύ μας.... είναι λάθος»
Πλέον την κοιτούσε σαν να μην την καταλάβαινε, η μάλλον δεν ήθελε να την καταλάβει. Πως είναι δυνατόν να μένεις τόσο πιστή σε έναν άντρα που δεν το αξίζει; Πίστευε ότι η ζωή τιμωρούσε την Σεχραζάτ, αλλά δεν ήξερε τον λόγο. Η γυναίκα φοράει το μπουφάν, και μετά κάνει μεταβολή. Αλλά ο Ονούρ την αρπάζει από τους ώμους, φέρνοντας την απότομα στην αγκαλιά του, ώστε να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο.
«ο έρωτας είναι λάθος; απάντησε μου, είναι;»
Ρωτάει, νιώθοντας πλέον την απελπισία να στάζει στο βλέμμα του. Η Σεχραζάτ ξεροκαταπίνει. Πρώτη φορά ένας άντρας την κοιτούσε έτσι, πρώτη φορά την ικέτευε κάποιος να μείνει. Το μέτωπο της ακουμπάει στο στέρνο του, ενώ τα μάτια της κλείνουν.
«δεν ξέρω πια τι είναι λάθος και τι σωστό»
Απαντάει σιγανά. Ο Ονούρ περνάει τα χέρια του γύρω από το σώμα της, κρατώντας την σφιχτά πάνω του. Είχε φοβηθεί, την ένιωθε, την καταλάβαινε. Δεν ήταν εύκολο αυτό που περνούσε. Όμως τι άλλο μπορούσε να κάνει ο Ονούρ;

Μη φοβάσαι τη φωτιάOnde histórias criam vida. Descubra agora