Το ίδιο βράδυ, η παρέα κάθεται στην αυλή, με τους άντρες να συζητούν για διάφορα θέματα, και τις γυναίκες να τους ακούνε με προσοχή. Ο Ομέρ δεν είχε σταματήσει να λέει ιστορίες από το στρατό, κάτι που έκανε τους υπόλοιπους να πλήττουν, ακόμη και τον Ονούρ.
«έλα ρε Ομέρ, σταμάτα να μιλάς για αυτά. Δεν βλέπεις ότι τα κορίτσια είναι έτοιμα να εξαφανιστούν;»
Πετάει ξαφνικά, κάνοντας την Σεχραζάτ και την Λεϊλά να γελάσουν. Ο Ομέρ στενεύει τα μάτια, κοιτάζοντας σκεπτικός τον φίλο του.
«ωραία... ας μιλήσουμε για το βιβλίο σου τότε»
Αυτό ήταν κάτι σαν καρφί για τον Ονούρ, ο οποίος ασυναίσθητα αναδεύεται στη θέση του.
«ας μιλήσουμε καλύτερα για κάτι άλλο»
«τι έγινε φιλαράκι; ντρέπεσαι τα κορίτσια;»
Τον ρωτάει πειραχτικά καθώς τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Με διακριτικό τρόπο, ο Ονούρ στρέφει την ματιά του στην Σεχραζάτ, η οποία κοιτούσε τους δύο άντρες με ενδιαφέρον.
«δεν είναι θέμα ντροπής, απλά-»
«πάντως εγώ θα ήθελα να ακούσω μερικά λόγια για το βιβλίο σου»
Πετάει ξαφνικά η Σεχραζάτ, τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της.
«πρέπει να το διαβάσεις, σίγουρα θα το λατρέψεις!»
Λέει ο Ομέρ, όμως η φωνή του ακούγεται ειρωνική, σαν να απαξιώνει το δημιούργημα του φίλου του.
«γιατί το λες με αυτόν τον τρόπο Ομέρ; πιστεύεις πως δεν έκανα καλή δουλειά;»
«μα είναι δυνατόν ρε φίλε; εδώ λες ότι τα ζευγάρια παντρεύονται από έρωτα η από συμφέρον, παρά από αγάπη»
«πιστεύεις ότι έχω άδικο;»
Η ερώτηση του Ονούρ, κάνει την Σεχραζάτ να αναδευτεί στη θέση της. Κοιτούσε τον Ομέρ με αγωνία, περιμένοντας την απάντηση του, η οποία δεν άργησε να ρθει.
«φυσικά! Όλα τα ζευγάρια παντρεύονται επειδή έχει γεννηθεί η αγάπη ανάμεσα τους»
Ο Ονούρ αφήνει ένα ειρωνικό ρουθούνισμα, στρέφοντας τώρα το βλέμμα του προς την Σεχραζάτ.
«η αγάπη είναι ένα πολύ ώριμο συναίσθημα, που αργεί να δημιουργηθεί, αλλά αξίζει κάθε κόπο και θυσία»
Η Σεχραζάτ τον κοιτούσε με έκπληξη. Αυτό ήταν όμορφο. Σκέφτεται, αλλά για μια στιγμή, της έρχεται η Ζεϊνέπ στο μυαλό. Ήταν σχεδόν πεπεισμένη ότι οι απόψεις της θα μπορούσαν να ταιριάξουν τέλεια με αυτές του Ονούρ.
«μπούρδες»
Αποκρίνεται σιγανά ο Ομέρ, χωρίς να δώσει περαιτέρω σημασία. Ξαφνικά, η Λεϊλά τεντώνει το σώμα της, τραβώντας το βλέμμα της Σεχραζάτ και του Ομέρ.
«εγώ νύσταξα, πάω για ύπνο»
Λέει καθώς σηκώνεται από την θέση της. Ο Ονούρ δεν της δίνει καμία σημασία, μιας και όλη του η προσοχή είναι στραμμένη πάνω στην Σεχραζάτ.
«καληνύχτα»
Μουρμουρίζει κάπως δειλά η Σεχραζάτ και η κοπέλα φεύγει από το τραπέζι.
«θα μου επιτρέψετε για λίγο»
Πετάγεται ξαφνικά ο Ομέρ. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει ερωτηματικά, αλλά αποφασίζει να μην μιλήσει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έχει μείνει μόνη της στον κήπο, μαζί με τον Ονούρ. Μετά από εκείνη την κοντινή τους επαφή μέσα στο ποτάμι, κάτι έχει αλλάξει ανάμεσα τους, λες και ο φόβος φώλιασε μέσα στο στήθος της.
«να φέρω κάτι να πιούμε;»
Ρωτάει ο Ονούρ, έτοιμος να σηκωθεί από την θέση του.
«όχι, δεν πίνω»
Απαντάει βιαστικά, καθώς νιώθει ένα μικρό πνίξιμο στον λαιμό της. Τα φαντάσματα του παρελθόντος ήταν ακόμη εκεί, κρυβόντουσαν στις γωνίες του μυαλού της, έτοιμα να εμφανιστούν την κατάλληλη στιγμή.
«τότε μίλησε μου για σένα»
Αυτή η πρόταση αφήνει έκπληκτη την Σεχραζάτ.
«τι θέλεις να σου πω;»
«θα μπορούσα να σου απαντήσω τα πάντα, αλλά για αρχή... θα συμβιβαστώ με οτιδήποτε είσαι εσύ διατεθειμένη να μοιραστείς μαζί μου»
Ο τόνος του τώρα ακούγεται πειραχτικός. Η Σεχραζάτ όμως ένιωθε το αίσθημα του φόβου να τσιμπάει μερικά σημεία του κορμιού της. Άθελά της, αναδεύεται στη θέση της, κοιτάζοντας χαμηλά.
«είμαι απλώς μια παντρεμένη γυναίκα, τίποτα παραπάνω»
Αυτή η υπενθύμιση δεν φάνηκε να επηρεάζει και τόσο τον Ονούρ. Την κοιτάζει προσεκτικά, με το χρώμα των ματιών του να έχει γίνει πλέον χρυσό.
«αυτή είναι μια άχρηστη πληροφορία για εμένα, Σεχραζάτ»
Αποκρίνεται, σαν να λέει κάτι το αυτονόητο. Η γυναίκα τον κοιτάζει με έκπληξη.
«νομίζω πως έχεις πάρει πολύ θάρρος Ονούρ, πράγμα που δεν μου αρέσει καθόλου»
Λέει ενώ κάνει να σηκωθεί από την θέση της. Αμέσως το χέρι του αρπάζει τον καρπό της, κρατώντας τον σφιχτά, ώστε να μην του ξεφύγει. Τα φοβισμένα πλέον γαλανά της μάτια, συναντούν τα χρυσά δικά του.
«μη μ'αγγίζεις»
«άκου μόνο αυτό και μετά φύγε...»
Λέει, ρίχνοντας μια σύντομη ματιά προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
«νομίζεις ότι έχεις βρει αυτό που ψάχνεις, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν έχεις αυτό που σου αξίζει πραγματικά Σεχραζάτ»
Τον κοιτάζει πλέον έντρομη, με τα συναισθήματα της να παλεύουν για κυριαρχία, ενώ η λογική προσπαθεί να κρατήσει τις άμυνες της.
«και που ξέρεις εσύ τι μου αξίζει και τι όχι;»
Η ερώτηση της ακούγεται τόσο σιγανή, σχεδόν απαλή. Ο άντρας της χαμογελά στραβά, έχοντας μία παράξενη σιγουριά στα χρυσά του μάτια.
«καταλαβαίνω πολλά περισσότερα από όσα νομίζεις Σεχραζάτ»
Της απαντά με τον ίδιο, σιγανό τόνο. Τα βλέμματα δεν τολμούν να αποχωριστούν, λες και φοβούνται πως αυτό θα είναι κάτι σαν αμαρτία. Η Σεχραζάτ είχε έναν εσωτερικό πόλεμο αυτή την στιγμή. Από την μία ήθελε να τρέξει όσο πιο μακριά του γινόταν, αλλά από την άλλη, ένα σκοτεινό κομμάτι στην καρδιά της, δεν ήθελε να το κάνει. Όχι, δεν ήταν ένα παιχνίδι αυτό, ήταν ένας στόχος, ο στόχος προς την αποκάλυψη. Ξαφνικά, ακούγεται ένα ξέγνοιαστο σφύριγμα. Αυτόματα ο Ονούρ τραβάει το χέρι του από το δικό της, φορώντας την πιο ψυχρή του έκφραση.
«λοιπόν, που είχαμε μείνει;»
«ε, εγώ πάω πάνω, νύσταξα»
Η πρόταση της Σεχραζάτ ακούγεται βιαστικά, σαν να επιθυμεί να τρέξει μακριά από αυτό το μέρος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έχει ήδη εξαφανιστεί στον επάνω όροφο. Ο Ομέρ κοιτάζει με περιέργεια τον φίλο του.
«τι έγινε; έπαθε κάτι;»
Ρωτάει, περισσότερο από περιέργεια παρά από έγνοια. Ο Ονούρ ξεφυσά, νιώθοντας ξαφνικά το κεφάλι του βαρύ. Τι είχε πάθει; Στο παρελθόν ούτε που θα σκεφτόταν να πάει με μια παντρεμένη γυναίκα, τι τον είχε πιάσει τώρα; Μπορεί να του άρεσε να παίζει με τις γυναίκες, να τις ρίχνει στο κρεβάτι του και μετά να εξαφανίζεται. Αλλά το να αγγίξει μια παντρεμένη γυναίκα, πόσο μάλλον με παιδί, ήτανε κόκκινη γραμμή. Τι αλλάζει τώρα; Σκέφτεται, καθώς κοιτάζει στο κενό. Η Σεχραζάτ μπαίνει τρέχοντας στον ξενώνα, γυρίζοντας το κλειδί πολλές φορές. Τώρα ένιωθε ασφάλεια, τώρα δεν κινδύνευε από εκείνον. Ακουμπάει την πλάτη της στην πόρτα και σιγά σιγά καταρρέει στο πάτωμα, φέρνοντας τα γόνατα κοντά στο στήθος της. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε την καρδιά της να φοβάται, να φοβάται επειδή ήθελε να κάνει κάτι το απαγορευμένο. Τα μάτια της κλείνουν καθώς τα δάκρυα απειλούν να ξεφύγουν. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που της προκάλεσε αυτός ο άντρας, πάντως ήτανε έντονο, τόσο έντονο που την τρόμαξε. Τώρα ήταν αποφασισμένη, δεν ήθελε να ξανά βρεθεί στον ίδιο χώρο μόνη της με τον Ονούρ. Θα του έβαζε όρια, θα τον κρατούσε σε απόσταση, μέχρι να έφευγαν από αυτό το καταραμένο μέρος.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...