Το ίδιο βράδυ, η Σεχραζάτ βρισκόταν στο σπίτι του Ονούρ. Μετά από την ανακάλυψη και το ξέσπασμα της, ένιωθε αναπάντεχα ήρεμη. Τόσο ήρεμη όμως ώστε να ανησυχήσει τον Ονούρ. Σβήνει τα φώτα του σαλονιού, αφήνοντας μονάχα της κουζίνας, έπειτα βαδίζει προς το μέρος της. Πλέον η πολυθρόνα είχε γίνει η αγαπημένη της θέση. Είχε κουρνιάσει εκεί, κοιτάζοντας τώρα το κενό. Ο Ονούρ καταλάβαινε πως είχε χαθεί στις σκέψεις της.
«γιατί δεν μιλάς άγγελε μου;»
Ψιθυρίζει γλυκά καθώς γονατίζει μπροστά της. Τα γαλανά της μάτια στρέφονται στα δικά του. Πραγματικά, τον κοιτούσε με τόση γαλήνη, λες και είχαν φύγει όλα τα βάρη από πάνω της. Αυτό το βλέμμα όμως τον τρόμαζε.
«τι έχεις;»
Ρωτάει με το χέρι του να χαϊδεύει τρυφερά το γόνατο της. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει για μερικά λεπτά σιωπηλή, πριν πέσει τελικά στην αγκαλιά του. Ο Ονούρ παγώνει με αυτή της την ξαφνική κίνηση.
«Σεχραζάτ...»
«κάνε μου μια αγκαλιά»
Του ζητάει με χαμηλή φωνή. Δεν ακουγόταν θλιμμένη, αλλά ούτε και χαρούμενη. Χωρίς να δειλιάσει, τυλίγει τα χέρια του γύρω από το σώμα της, λικνίζοντας την μαλακά.
«με τρομάζεις Σεχραζάτ μου»
Της μιλούσε τόσο γλυκά, ο Ομέρ ποτέ δεν της μίλησε έτσι. Αυτή η σκέψη δεν αφήνει πια πίκρα στο στόμα της. Τα λόγια της Ζεϊνέπ την έκαναν να καταλάβει ότι τελικά ο Ομέρ δεν της άξιζε, ήταν πολύ λίγος για τις δικές της ανάγκες. Από την άλλη όμως είχε και τον Ονούρ, ο οποίος της έκρυβε ένα μυστικό. Σηκώνει αργά το πρόσωπο της, ώστε να τον κοιτάξει κατάματα. Εκείνος ξεροκαταπίνει.
«τι έγινε; πες μου»
Της ζητά χαμηλόφωνα, με τα δάχτυλα του να διορθώνουν μερικές τούφες. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με απόλυτη ηρεμία. Δεν ήταν σίγουρη για το αν έπρεπε να του το πει, αλλά κάτι μέσα της την παρότρυνε να το κάνει. Εξάλλου, δεν είχε να χάσει κάτι.
«υποψιάζομαι ότι ο Ομέρ με απατάει»
Ο Ονούρ σαστίζει μόλις ακούει την δήλωση της.
«πως πως το συμπέρανες αυτό;»
Βρίζει νοητά τον εαυτό του για το τραύλισμα του.
«βρήκα ένα σημάδι από κραγιόν στο πουκάμισο του...»
Απαντάει, και τότε της έρχεται και μία άλλη ιδέα.
«εσείς ήσασταν φίλοι. Σου είχε μιλήσει για αυτό;»
Τώρα τα γαλανά της μάτια τον κοιτούσαν διερευνητικά. Ο Ονούρ ξεροκαταπίνει ξανά, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να κρατήσει την ψυχραιμία του.
«όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν γνώριζα»
Απαντάει, χωρίς να την κοιτάζει.
«Ονούρ, αν μου λες ψέμματα-»
«δεν σου λέω»
Πετάει βιαστικά, κόβοντας την πρόταση της. Τώρα τα βλέμματα τους είναι ενωμένα, και ο φόβος προσπαθεί να βρει μέρος για να κρυφτεί, το ίδιο και οι ενοχές του. Η Σεχραζάτ πλησιάζει το πρόσωπο της στον λαιμό του, νιώθοντας ανακούφιση.
«δεν ξέρεις πόσο με ανακουφίζει η απάντηση σου»
Ο Ονούρ κλείνει σφιχτά τα βλέφαρά του. Θα έπρεπε να αισθάνεσαι ντροπή για τον εαυτό σου Ονούρ. Εκείνη σε εμπιστεύεται, και εσύ καλύπτεις εκείνον τον γελοίο για να μην την χάσεις. Δειλέ! Το υποσυνείδητο του τον τιμωρούσε, πετώντας του κατηγορίες γεμάτες από δηλητήριο. Τα χέρια του την κρατούν σχεδόν απελπισμένα, καθώς οι σκέψεις τρέχουν γρήγορα μέσα στο κεφάλι του. Δεν μπορούσε να μην νιώθει ενοχές. Έλεγε το ένα ψέμα πίσω από το άλλο για να την κρατήσει. Η αλήθεια πάντοτε πονάει, και πάντοτε αναγκάζει κάποιον να φύγει. Μόλις που είχε καταφέρει να την πλησιάσει, και τώρα εμφανίζεται αυτό. Ήθελε τόσο απεγνωσμένα να της πει την αλήθεια, και μετά να χτυπήσει με δύναμη το κεφάλι του στον τοίχο. Όλα είχαν χτιστεί πάνω σε ψέματα, κάτι που δεν θα άντεχε για πολύ.Την ίδια στιγμή, ο Ομέρ κρατάει στην αγκαλιά του την Λεϊλά, χαρίζοντας διάσπαρτα φιλιά στον λαιμό της. Η γυναίκα είχε τυφλωθεί από την ζήλια. Ήξερε ότι ο Ονούρ συναντιόταν στα κρυφά με την Σεχραζάτ, ήξερε ότι εκείνη πήγαινε κάθε βράδυ στο σπίτι του. Σίγουρα είχε καταφέρει να τον τυλίξει. Ο θυμός δεν έλεγε να σταματήσει, και η ζήλια τσιπούσε κάθε σημείο του σώματος της.
«τι σκέφτεσαι;»
Την ρωτάει χαμηλόφωνα. Τα σκοτεινιασμένα της μάτια στρέφονται επάνω του. Ήρθε η ώρα να αναλάβει δράση, να αφήσει κι αυτή το δικό της λιθαράκι σε αυτή την ιστορία.
«που βρίσκεται αυτή την στιγμή η γυναίκα σου, ξέρεις;»
Η ερώτηση της ξαφνιάζει τον Ομέρ.
«στο σπίτι, υποθέτω, η στην κολλητή της»
Η Λεϊλά σηκώνεται από την αγκαλιά του, για να καθίσει δίπλα του στο κρεβάτι. Παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο της, και το τοποθετεί αργά στα χείλη της. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Τώρα ήταν η σωστή στιγμή για να κάνει το πρώτο βήμα.
«έχεις σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα ότι σε απατά;»
Ρωτάει καθώς παίρνει τον αναπτήρα. Ο Ομέρ αφήνει ένα γέλιο δυσπιστίας να ξεφύγει από τα χείλη του.
«δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση»
Ήταν τόσο σίγουρος για την γυναίκα του. Ήξερε πόσο αφελής ήτανε, και πόσο ερωτευμένη παρέμενε μαζί του.
«και γιατί όχι;»
Ρωτάει η Λεϊλά καθώς ανάβει το τσιγάρο της.
«επειδή η γυναίκα μου είναι πολύ δειλή για να τολμήσει κάτι τέτοιο»
Η Λεϊλά ήθελε τόσο πολύ να γελάσει στα μούτρα του, να του φωνάξει ότι αυτή την στιγμή, η γυναίκα που θεωρούσε αρνάκι, πηδιόταν με τον καλύτερο του φίλο στο διαμέρισμα του. Συγκρατεί την παρόρμηση της και συνεχίζει με ψύχραιμο ύφος.
«η μάνα μου έλεγε: τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι»
«να σου πω, για την γυναίκα μου θα μιλάμε τώρα;»
Αποκρίνεται ο Ομέρ, δείχνοντας εντελώς αδιάφορος. Παρόλα αυτά, εκείνη συνεχίζει.
«έχεις σκεφτεί ότι αυτή την στιγμή μπορεί να βρίσκεται στο σπίτι κάποιου άλλου; να χαρίζει το κορμί της στα χέρια κάποιου άλλου άντρα;»
Ο Ομέρ μαρμαρώνει, δείχνοντας να τον έχουν επηρεάσει τα λόγια της.
«όχι. Δεν το έχω σκεφτεί, γιατί πολύ απλά... πολύ απλά η Σεχραζάτ-»
«την θεωρείς τόσο δειλή λοιπόν; Ωραία, και πες ότι εκείνη δεν έχει τη δύναμη να το κάνει, αν όμως την παρασύρει κάποιος άλλος άντρας; τι θα έκανες τότε;»
Η δουλειά της είχε γίνει, ο Ομέρ άρχισε να αμφιβάλει για την αθωότητα και την πίστη της Σεχραζάτ. Η σκέψη ότι ίσως βρισκόταν αυτή την στιγμή με κάποιον άλλον, τον τρέλαινε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί την Σεχραζάτ με κάποιον άλλο, την θεωρούσε πολύ ανίκανη για κάτι τέτοιο. Με αυτή την δικαιολογία καθησύχαζε τον εαυτό του, αλλά τώρα είχε αρχίσει να αμφιβάλει. Δεν ήταν μονάχα τα λόγια της Λεϊλά, αλλά και οι πράξεις της ίδιας της Σεχραζάτ. Αυτές τις ημέρες έλειπε πολύ συχνά, με την δικαιολογία ότι βρίσκεται στο σπίτι της Ζεϊνέπ. Σίγουρα η κολλητή της την καλύπτει, αφού ποτέ της δεν με χωνεψε αυτή η γυναίκα, για να μην πω ότι μπορεί εκείνη να παρέσυρε την Σεχραζάτ. Το χέρι του τρίβει το μέτωπο του, νιώθοντας ξαφνικά την σύγχυση να τον καταβάλει. Όλα συνωμοτούσαν εναντίον της Σεχραζάτ, και η Λεϊλά απλά έδωσε το τελειωτικό χτύπημα.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...