Το απόγευμα, κατά της έξι, η Σεχραζάτ παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στο σπίτι της. Καθώς το ασανσέρ ανεβαίνει στον όροφο για το διαμέρισμα τους, η καρδιά της αυξάνει απότομα τους παλμούς της. Φοβόταν για αυτό που θα αντίκριζε. Ήταν σίγουρη πως ο Ομέρ θα ήταν έξαλλος μαζί της, και θα της έβαζε τις φωνές, αλλά η Σεχραζάτ ήταν έτοιμη να αποδεχτεί την τιμωρία της εντελώς αδιαμαρτύρητα. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και η Σεχραζάτ παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν κάνει το πρώτο βήμα. Μόλις ξεκλειδώνει την πόρτα, ακούει αντρικές φωνές και γέλια. Αυτό την κάνει να παγώσει για μερικά λεπτά στη θέση της.
«ευτυχώς που έχουμε έναν ακόμη μήνα μπροστά μας για να ανοίξει το πανεπιστήμιο»
Ακούει τον Ομέρ να μιλάει.
«όντως. Δεν θα άντεχα τα λάθη ορισμένων φοιτητών»
Ο φόβος σαρώνει κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Δεν μπορεί. Σκέφτεται καθώς κάνει το πρώτο βήμα για να μπει μέσα στο σπίτι. Οι δύο άντρες δεν είχαν καταλάβει ακόμα την παρουσία της στον χώρο, έτσι συνέχισαν να διασκεδάζουν, πίνοντας από του ουίσκι τους. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με έκπληξη, συνοδευόμενη όμως με φόβο.
«μερικοί όμως έχουνε και πλάκα»
Σχολιάζει ο Ομέρ, ακουμπώντας χαλαρά το σώμα του στην πλάτη του καναπέ. Ο Ονούρ γελάει με το βλέμμα του να στρέφεται κατά λάθος προς την είσοδο του διαμερίσματος. Εκεί βλέπει μία παγωμένη Σεχραζάτ, να έχει ήδη εστιασμένη την προσοχή της επάνω του. Το χαμόγελο του Ονούρ γίνεται τώρα πονηρό. Την περίμενε, εξαιτίας της βρισκόταν σήμερα εδώ.
«τι έγινε ρε; που κοιτάς;»
Ρωτάει ο Ομέρ καθώς γυρίζει από την άλλη, ώστε να δει την Σεχραζάτ.
«ω, καλώς την!»
Λέει και έπειτα σηκώνεται από την θέση του για να την πλησιάσει. Η Σεχραζάτ καταφέρνει να εστιάσει το βλέμμα της στον άντρα της, ο οποίος παραδόξως φαινόταν πολύ άνετος.
«πως πήγε;»
Ρωτάει μόλις φτάνει κοντά της, και μετά της δίνει ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι. Η γυναίκα παραμένει παγωμένη, με το βλέμμα της να μην ξεφεύγει από το βλέμμα του Ονούρ.
«πότε ήρθες;»
Ρωτάει ο Ομέρ, περνώντας παράλληλα το χέρι του γύρω από την μέση της.
«μόλις»
Ψελλίζει μηχανικά. Η συμπεριφορά της φαινόταν περίεργη, κυρίως στον Ομέρ, ο οποίος δεν γνώριζε τον λόγο που; αντιδρούσε έτσι η γυναίκα του.
«καλώς ήρθες, Σεχραζάτ»
Η φωνή του Ονούρ την βγάζει από την προσωρινή της νιρβάνα, φέρνοντας την ξανά στην πραγματικότητα και στο τραγικό σκηνικό που παίζεται αυτή την στιγμή μπροστά στα μάτια της.
«γειά σου, Ονούρ»
«θα μεταφέρω εγώ την βαλίτσα σου στο δωμάτιο»
Πετάει ξαφνικά ο Ομέρ. Εκείνη, εντελώς ασυναίσθητα, κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, δείχνοντας του ότι συμφωνεί. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Ομέρ εξαφανίζεται από το σαλόνι, αφήνοντας τους μόνους. Ο Ονούρ σηκώνεται με άνεση από τον καναπέ, και ξεκινά να βηματίζει με χάρη προς το μέρος της.
«μη με πλησιάζεις»
Τον προειδοποιεί, σηκώνοντας παράλληλα την παλάμη της ψηλά. Ο Ονούρ όμως δεν την υπακούει.
«έφυγες βιαστικά»
«αυτό που κάνεις είναι τρελό»
Του λέει, νιώθοντας πλέον φόβο για αυτόν τον άντρα. Τώρα στέκεται μπροστά της, με το σώμα άκαμπτο, και με το χαμόγελο να παιχνιδίζει στα χείλη του.
«μάλλον εσύ με κάνεις τρελό»
«αν δεν φύγεις τώρα από το σπίτι μου, τότε θα-»
«θα τι, Σεχραζάτ; θα φωνάξεις, και μετά; τι θα πεις ως δικαιολογία στον Ομέρ;»
Ρωτάει, κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς το μέρος της. Η Σεχραζάτ πισωπατά, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να του ξεφύγει. Είχε δίκιο, κι αυτό την εξόργιζε όσο τίποτα. Αν τους άκουγε ο Ομέρ, θα έπρεπε να του δώσει εξηγήσεις, κι αυτή την στιγμή δεν βρισκόταν στην κατάλληλη φάση για να το κάνει.
«γιατί ήρθες εδώ; με ακολουθείς;»
«μπορεί. Τουλάχιστον το κάνω για καλό σκοπό»
Της απαντά, καθώς βγάζει ένα διπλωμένο χαρτάκι από την μέσα τσέπη του σακακιού του.
«αυτό είναι για σένα»
«και τι θα το κάνω αυτό;»
Ρωτάει, δίχως να κάνει την κίνηση να το πάρει από το χέρι του. Τα γαλάζια της μάτια έμοιαζαν πλέον με δύο φουρτουνιασμένες θάλασσες που απειλούσαν να τον πνίξουν. Ο Ονούρ όμως δεν φοβόταν να βυθιστεί σε αυτή την θάλασσα, ίσα ίσα που το επιθυμούσε κιόλας.
«είναι η διεύθυνση του σπιτιού μου. Με αυτό εξασφαλίζεις την ησυχία σου»
Τα φρύδια της σμίγουν ερωτηματικά καθώς ακούει την απάντηση του.
«τι προσπαθείς να πεις με αυτό;»
«ότι δεν πρόκειται να σε ξανά ενοχλήσω, μέχρι να έρθεις εσύ σε μένα»
Ειλικρινά, φαίνονταν τόσο σίγουρος αυτή την στιγμή, λες και ήξερε την συνέχεια της ιστορίας, λες και γνώριζε ότι αυτό θα έκανε εκείνη. Η Σεχραζάτ παίρνει με θυμό το χαρτάκι από το χέρι του, τσαλακώνοντας το στην παλάμη της.
«δεν χρειάζομαι τίποτα από εσένα, πόσες φορές πρέπει να σου το πω;»
Γρυλίζει όσο πιο σιγανά μπορεί, μιας και στην άκρη του μυαλού της, υπήρχε ο φόβος ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν ξανά ο Ομέρ στο σαλόνι. Ο Ονούρ χαμογελάει αυτάρεσκα, δείχνοντας να μην τον ενοχλεί καθόλου η κίνηση της.
«το αφήνω πάνω σου»
Λέει και τότε ακούγονται τα βήματα του Ομέρ, τα οποία πλησίαζαν όλο και περισσότερο κοντά τους. Αυτόματα ο Ονούρ κάνει δύο βήματα πίσω, εξασφαλίζοντας μία καλή απόσταση ανάμεσα τους. Δεν ήθελε να υποψιαστεί κάτι ο Ομέρ, δεν ήθελε φασαρίες στο κεφάλι του.
«τι έγινε; φεύγεις;»
Αναφωνεί, καθώς τους βλέπει να στέκονται κοντά στην είσοδο. Ο Ονούρ του χαμογελά απολογητικά.
«δυστυχώς. Αλλά θα τα πούμε αύριο το βράδυ»
«εννοείται, αυτό δεν αλλάζει»
Αποκρίνεται ο Ομέρ, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο πλέον στο πρόσωπο της. Η Σεχραζάτ δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Τι κανόνισα για αύριο το βράδυ; Αναρωτιέται, κοιτάζοντας τώρα τον Ονούρ.
«αντε, καληνύχτα. Και... καλώς ήρθες πίσω, Σεχραζάτ»
Λέει, ρίχνοντας της ένα βλέμμα όλο νόημα, πριν εξαφανιστεί από το διαμέρισμα τους. Ο Ομέρ την πλησιάζει γρήγορα, με την διάθεση του να έχει ανέβει.
«δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες»
Ψιθυρίζει καθώς τυλίγει τα χέρια του γύρω από το σώμα της.
«μη μου φύγεις ποτέ ξανά έτσι, ναι;»
Η φωνή του ακουγόταν τόσο τρυφερή. Η γυναίκα αναρωτιέται για μια στιγμή, πόσα χρόνια έχει να τον ακούσει να της μιλάει έτσι; τόσο θερμά; Παρόλα αυτά, έμενε ακίνητη, χωρίς να του ανταποδίδει την αγκαλιά, χωρίς να μιλά. Ένιωθε σαν μια άψυχη κούκλα, δεν ήξερε πως να αντιδράσει, ούτε ποιες ήταν οι κατάλληλες λέξεις για αυτή την στιγμή. Ένιωθε μπερδεμένη. Πλέον, άθελά της, είχε μπει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι, ένα παιχνίδι που την τρόμαζε.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...