Χτυπά μια φορά το κουδούνι, νιώθοντας ακόμα διστακτική. Ο Ονούρ κλείνει με το καπάκι την κατσαρόλα για να τρέξει ως την είσοδο.
«τώρα»
Αναφωνεί, πριν ανοίξει την πόρτα. Η Σεχραζάτ κοκαλώνει για λίγο στη θέση της.
«εμ, γειά»
Η φωνή της βγαίνει διστακτική από τα σαρκώδη χείλη της. Ο Ονούρ της χαμογελά στραβά
«γειά σου»
«ε, ήρθα για-»
«ξέρω. Έλα, πέρασε»
Ήταν τόσο άνετος απέναντι της, κι αυτό την εξόργιζε. Μόλις χθες την είχε στριμώξει στις γυναικείες τουαλέτες ενός εστιατορίου, και τώρα έκανε σαν να μην συνέβη ποτέ αυτό.
«έλα»
Επιμένει, κοιτώντας την με γλυκό ύφος. Η Σεχραζάτ ακολουθεί την εντολή του, με το βλέμμα της να έχει καρφωθεί κάτω, στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού του.
«ετοιμάζω μακαρόνια. Φαντάζομαι πως θα δειπνήσεις μαζί μου»
Λέει με το χαμόγελο να παιχνιδίζει στα χείλη του. Το διασκέδαζε όλο αυτό, δεν προσπαθούσε άλλωστε και να το κρύψει. Η Σεχραζάτ κοιτάζει μαγκωμένη τριγύρω.
«νομίζω ότι...»
Περίμενε πως θα την διακόψει, αλλά τελικά δεν το κάνει. Την περιμένει με υπομονετικό ύφος να τελειώσει την πρόταση της.
«νομίζω ότι θα κάτσω. Άλλωστε... και ο Ομέρ έχει βγει έξω, οπότε....»
Η αναφορά σε εκείνον τον έκανε να κατεβάσει για λίγο τα μούτρα του, αλλά δεν ήθελε να το χαλάσει. Για πρώτη φορά δέχτηκε να μείνει μαζί του. Ο Ονούρ ένιωθε μεγάλη ευτυχία. Επιτέλους βρισκόντουσαν σε έναν απομονωμένο χώρο, χωρίς τρίτους η γνωστά πρόσωπα, μονάχα οι δυο τους.
«σε δέκα λεπτά θα είναι έτοιμα. Εσύ κάθισε»
Λέει και πηγαίνει τρέχοντας στην κουζίνα. Μέχρι να ετοιμάσει την σάλτσα, δεν είπανε κουβέντα. Ο Ονούρ ετοίμαζε με μεγάλη μαεστρία τα μακαρόνια του, ενώ η Σεχραζάτ είχε καθίσει στον καναπέ και χάζευε τον χώρο του. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, ο Ονούρ την προσκάλεσε να καθίσουν στο τραπέζι.
«να φέρω κάτι να πιούμε; ίσως λίγο κρασί;»
Της προτείνει, έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Η Σεχραζάτ κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
«δεν πίνω αλκοόλ»
Ο Ονούρ την κοιτάζει με έκπληξη.
«αλήθεια;»
Του γνέφει καταφατικά.
«τότε θα φέρω νερό»
Λέει βιαστικά και μετά τρέχει προς το ψυγείο.
«βασικά, μήπως θέλεις να πιεις κάτι άλλο; έναν χυμό; η ένα αναψυκτικό; μπορώ να σου φτιάξω και καφέ αν θέλεις»
Ο Ονούρ φαινόταν ξαφνικά ανήσυχος. Ήθελε να την ευχαριστήσει, αλλά δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος τον λόγο. Η Σεχραζάτ του χαρίζει ένα από τα πιο γλυκά της χαμόγελα.
«όχι Ονούρ, είμαι εντάξει»
Εκείνος επιτρέφει στο τραπέζι, αφήνοντας δύο ποτήρια και το μπουκάλι με το νερό.
«ελπίζω να σου αρέσουν τα μακαρόνια. Βλέπεις, είναι η σπεσιαλιτέ μου»
Της λέει, έχοντας δήθεν υπεροπτικό ύφος. Η Σεχραζάτ χαχανίζει.
«αν σου πω ότι δεν μου αρέσουν, θα απογοητευτείς;»
Τον πειράζει, παίρνοντας παράλληλα το πιρούνι στο χέρι της.
«την αλήθεια;»
Ρωτάει και εκείνη του γνέφει καταφατικά με το κεφάλι της.
«ναι, θα απογοητευτώ. Όχι τίποτα άλλο, θα σου δώσω και κακή εντύπωση για την μαγειρική μου»
Η Σεχραζάτ χαχανίζει ξανά, δημιουργώντας μία απρόσμενη σκέψη στο κεφάλι του Ονούρ. Είχε καιρό να πειράξει κάποιον. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα τους ήταν τόσο οικεία, λες και γνωρίζονταν χρόνια. Ασυναίσθητα, ο Ονούρ χαμογελάει γλυκά. Δεν ήξερα ότι μπορούσα να περάσω καλά μαζί της και με άλλους τρόπους. Συνήθως δεν τον ενδιέφερε να γνωρίσει κάποια, επειδή πολύ απλά δεν ήθελε να δεσμευτεί. Η Σεχραζάτ όμως ήταν κάτι το διαφορετικό μέσα στο μυαλό του.
«που ταξιδεύεις;»
Τον ρωτάει, κοιτώντας τον ξαφνικά με φόβο. Ο Ονούρ ακουμπάει το χέρι στο πιγούνι του, στηρίζοντας το κεφάλι του.
«μαζί σου ταξιδεύω»
Της απαντά λιτά. Η γυναίκα τον κοιτάζει με έκπληξη ενώ ταυτόχρονα ένα κοκκίνισμα ντροπής απλώνεται στα μάγουλα της.
«δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που βρίσκεσαι απόψε εδώ, μαζί μου»
«εγώ όμως αισθάνομαι τύψεις»
Αποκρίνεται χαμηλόφωνα, χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Ονούρ ένιωθε πως η ατμόσφαιρα χάλαγε σιγά σιγά ανάμεσα τους. Η πραγματικότητα επιδίωκε να γίνει ξανά το μεγαλύτερο τους εμπόδιο.
«δεν θέλω να χαλάσω τον γάμο μου Ονούρ»
Προσθέτει με τον ίδιο τόνο. Εκείνος απλώνει το χέρι, ακουμπώντας τα δύο του δάχτυλα στο πιγούνι της, και ανασηκώνοντας μαλακά το κεφάλι της. Τα γαλανά της ματιά στρέφονται αναγκαστικά στο πρόσωπο του, δημιουργώντας ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του.
«θέλω να με κοιτάς όταν μου μιλάς, μόνο έτσι μου λες την αλήθεια»
Ψιθυρίζει με βραχνή, απαλή φωνή. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με έκπληξη.
«δεν έπρεπε να έρθω τελικά»
Ψελλίζει. Αμέσως ο Ονούρ ακουμπάει τον δείκτη του στα χείλη της.
«μην το ξαναπείς αυτό. Χαίρομαι που είσαι εδώ»
Λέει με τα χρυσαφένια πλέον μάτια του να χαμηλώνουν αργά στο στόμα της. Αυτός ήταν ο πραγματικός πειρασμός για τον Ονούρ. Να θέλει να αγγίξει σαν τρελός τα χείλη της, αλλά να μην μπορεί. Τώρα όμως είχε την ευκαιρία του. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με πανικό. Διάβαζε τις εκφράσεις του, ήξερε τι ήθελε να κάνει.
«μη»
Τον προειδοποιεί, όμως εκείνος σκύβει αργά προς το πρόσωπό της, αγνοώντας την εντολή της.
«μη το κάνεις, σε ικετεύω»
«μόνο μία φορά»
Της ψιθυρίζει, με το μέτωπο του να αγγίζει το δικό της.
«άφησε με να σε γευτώ μονάχα για μία φορά»
Δεν μπορούσε να πιστέψει στα λόγια του, στον τόνο της φωνής του που ακουγόταν ξαφνικά τόσο παρακλητικός. Δεν είχε ξανά παρακαλέσει γυναίκα, αλλά τώρα, μαζί της, ένιωθε το πάθος να τον καίει. Νόμιζε πως τόσα χρόνια το είχε καταλάβει αυτό το συναίσθημα, πως το είχε νιώσει στο έπακρο του, αλλά η Σεχραζάτ, με αυτά τα γαλανά της μάτια, τον διαψεύδει, τον περιγελά, δείχνοντας του πόσο λάθος έκανε. Με αργές κινήσεις, τα χείλη του γίνονται ένα με τα δικά της, κάνοντας όλο το σώμα της να μουδιάσει. Τώρα έγινε το πρώτο βήμα, και ο Ονούρ ήξερε ότι τώρα ξεκινούσαν όλα. Η γυναίκα γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω, προσπαθώντας να αποφύγει το άγγιγμα των χειλιών. Όμως ο Ονούρ δεν της επιτρέπει να ξεφύγει. Τώρα που κατάφερε να την ρίξει μέσα στα δίχτυα του, δεν θα την άφηνε να ξεφύγει, όχι τόσο εύκολα τουλάχιστον. Το χέρι του πιάνει μαλακά το πιγούνι της, εμποδίζοντας την να κάνει οποιαδήποτε κίνηση για να του ξεφύγει. Η Σεχραζάτ δεν είχε ελπίδες, ήταν η πεταλούδα που είχε ξεγελαστεί από το φως, και τώρα απλά πιάστηκε στον δίχτυ, σαν να μην γνώριζε ότι υπήρχε ο κίνδυνος. Ο Ονούρ την φιλάει στην γωνιά των χειλιών της, ακούγοντας έναν δειλό αναστεναγμό να της ξεφεύγει.
«να ξερες μόνο πόσο σε θέλω»
Ψιθυρίζει, και μετά την ξανά φιλάει, δυνατά, σαν να μην είχε φιλήσει άλλα χείλη στη ζωή του. Η Σεχραζάτ απλώνει δειλά τα χέρια για να τα ακουμπήσει στα μάγουλα του. Μπορεί να απολάμβανε τώρα το φιλί, αλλά ανάμεσα στα θραύσματα της λογικής της, υπήρχε η σκέψη ότι αργότερα θα το μετάνιωνε πικρά. Το κορμί του σιγά σιγά χάνει την αρχική του ένταση, και η φύση του φιλιού αλλάζει, γίνεται πιο τρυφερή. Τα χείλη του δεν διεκδικούν πλέον με τόση κτητικότητα τα δικά της. Τα χέρια της σκαρφαλώνουν δειλά δειλά στα μαλλιά του, κρατώντας σφιχτά δύο τούφες. Ο Ονούρ σταματάει, ώστε να επεξεργαστεί το πρόσωπο της. Ήθελε να θυμάται αυτή την εικόνα. Η Σεχραζάτ ήταν ένα έπαθλο για αυτόν, ένα διαφορετικό τρόπαιο από όλα όσα είχε κατακτήσει ως τώρα. Ένα τέλειο παιχνίδι. Αυτό σκεφτόταν καθώς κοιτούσε με λατρεία τα μάτια της. Ένα παιχνίδι με πανέμορφα γαλάζια μάτια. Σκεφτόταν καθώς το χέρι του χάιδευε τρυφερά το μάγουλο της. Όχι, αυτή δεν είναι παιχνίδι. Αυτή είναι αληθινή, με σάρκα και οστά. Αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν τα χείλη του ξανά σκεπάσουν τα δικά της.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...