Ας γνωριστούμε λίγο καλύτερα

536 60 7
                                    


Την επόμενη μέρα, ο Ονούρ είχε ετοιμάσει πρωινό και είχε καθίσει πρώτος πρώτος στο τραπέζι. Η πρωινή του ρουτίνα, ήταν να διαβάζει κάποιο από τα άπειρα βιβλία που υπήρχαν στην βιβλιοθήκη του, η να παίζει μουσική στο πιάνο. Σήμερα αποφάσισε να ασχοληθεί με το διάβασμα, μιας και δεν ήθελε να ξυπνήσει τους υπόλοιπους στο σπίτι. Ξαφνικά, βλέπει δύο γυμνά, γυναικεία πόδια να κατεβαίνουν τις σκάλες. Μόλις είδε το πρόσωπο της, ένιωσε κάτι μέσα του να φωτίζεται.
«καλημέρα»
«καλημέρα. Εσύ το ετοίμασες όλο αυτό;»
Η Σεχραζάτ φαινόταν έκπληκτη καθώς κοίταζε με λαχτάρα τα φαγητά πάνω στο τραπέζι. Ο Ονούρ γελάει ελαφρά.
«ναι, για να φάμε όλοι μαζί. Έλα, κάθισε»
Την παροτρύνει, και εκείνη φυσικά δεν χάνει ευκαιρία. Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα του και ξεκινά να τρώει. Ο Ονούρ την παρακολουθεί, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που απολάμβανε την παρέα κάποιας γυναίκας. Είχε αρκετές ερωτικές κατακτήσεις, αλλά με καμία δεν ένιωθε οικεία. Απλώς κάνανε ότι κάνανε και μετά ο καθένας τραβούσε τον δρόμο του. Αλλά η Σεχραζάτ ήταν κάτι το διαφορετικό, η Σεχραζάτ ήταν η γυναίκα του φίλου του, ο οποίος την απατούσε με την Λεϊλά και ποιος ξέρει με πόσες ακόμη.
«πως κοιμήθηκες;»
Την ρωτάει, προσπαθώντας να αποσπάσει τον εαυτό του από τις τελευταίες του σκέψεις.
«για να πω την αλήθεια, ένιωσα ότι έκανα τον πιο ανάλαφρο ύπνο που έχω κάνει ποτέ μου. Ο αέρας εδώ είναι πολύ διαφορετικός»
Ο Ονούρ χαμογελάει ξανά καθώς παίρνει την κούπα με τον καφέ στο χέρι του.
«όταν βρίσκεσαι στη φύση είναι αλλιώς»
Η Σεχραζάτ παρατηρεί το κέφι στον τόνο της φωνής του. Ίσως και να τον είχε παρεξηγήσει. Αρχικά πίστευε πως θα ήταν κανένας σοβαρός, άμεμπτος καθηγητής πανεπιστημίου, που δεν σηκώνει πολλές κουβέντες και αστεία. Τώρα όμως έβλεπε ότι το σκεπτικό της για αυτόν ήτανε λάθος. Τουλάχιστον αυτό της έδειξε σήμερα.
«από όσο ξέρω, δουλεύεις ως φωτογράφος, σωστά;»
Ρωτάει ενώ φέρνει την κούπα στα χείλη του.
«ακριβώς»
Απαντάει, παίρνοντας ένα απρόσμενα επαγγελματικό ύφος.
«σου αρέσει να φωτογραφίζεις τοπία;»
Φαίνεται να το σκέφτεται για μερικά λεπτά, πριν του δώσει την απάντηση της.
«ναι. Δηλαδή ανάλογα»
«ανάλογα από τι;»
«από το άμα με εμπνέουν»
Λέει κοιτάζοντας τον κατά πρόσωπο. Ο Ονούρ χαμογελάει, νιώθοντας ικανοποιημένος.
«κοίτα, συνήθως προτιμώ να φωτογραφίζω πρόσωπα. Αυτά είναι που με εμπνέουν, μου δίνουν μία άλλη αίσθηση»
Προσθέτει, προκαλώντας ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του Ονούρ.
«τι είναι αυτό που σου αρέσει στα πρόσωπα των ανθρώπων; οι εκφράσεις τους; το άγγιγμα; τι;»
Την ρωτάει, τοποθετώντας το χέρι στο πιγούνι του, και τρίβοντας σκεπτικός το γένι στο κάτω χείλος του.
«νομίζω... τα πάντα»
Απαντάει, νιώθοντας σίγουρη.
«δηλαδή;»
«δηλαδή μου αρέσει να βλέπω τις εκφράσεις στα πρόσωπα τους. Μου αρέσει να βλέπω την θλίψη, την χαρά, τον πόνο, όλα τα συναισθήματα. Είναι μαγικό να απαθανατίζεις κάποιον σε μια εικόνα»
Ο Ονούρ είχε μείνει έκπληκτος. Την κοιτούσε με δέος, θα έλεγε κανείς ότι κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη της. Η Σεχραζάτ ένιωθε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από το έντονο βλέμμα του. Έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ένα άλλο θέμα, ώστε να του αποσπάσει την προσοχή.
«εσύ; έμαθα ότι γράφεις βιβλία»
Αυτόματα ο Ονούρ αναδεύεται στη θέση του, νιώθοντας έκπληκτος από τον ίδιο του τον εαυτό. Χάθηκα. Αυτή γυναίκα με έκανε και χάθηκα. Αυτή η σκέψη φαινόταν τρομακτική στο μυαλό του.
«ναι, ασχολούμαι με την συγγραφή»
«πως και προέκυψε;»
Ρωτάει και εκείνος ανασηκώνει δήθεν αδιάφορα τους ώμους του.
«απλώς ήθελα να γράψω και.... έγινε»
Η Σεχραζάτ χαχανίζει με αυτή την σύντομη περίληψη που της χάρισε. Ο Ονούρ παρασέρνεται και της χαμογελά.
«αν και καθηγητής, μιλάς πολύ λίγο»
«αλήθεια;»
Την ρωτάει, και εκείνη γνέφει καταφατικά με το κεφάλι της. Ο Ονούρ φαίνεται να το σκέφτεται θα μερικά λεπτά, ώσπου αφήνει ένα εύθυμο ρουθούνισμα.
«δεν μου το έχουν ξαναπεί αυτό»
Μουρμουρίζει περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Σεχραζάτ.
«καλημέρα καλημέρα»
Εκείνη την στιγμή, ακούγεται η φωνή του συζύγου της. Μόλις φτάνει κοντά τους στο τραπέζι, δίνει ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο της Σεχραζάτ και έπειτα κάθεται στην καρέκλα δίπλα της.
«πολύ ευδιάθετο σε βλέπω σήμερα»
Ο Ονούρ αποφασίζει να πετάξει το καρφί του, αλλά ο Ομέρ δεν φαίνεται να ανησυχεί.
«είμαι!»
Απαντάει λιτά, χωρίς να κρύψει το χαμόγελο του. Ο Ονούρ κουνάει καρτερικά το κεφάλι του, επιλέγοντας συνειδητά να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
«τι θα κάνουμε σήμερα;»
Ρωτάει η Σεχραζάτ καθώς παίρνει μία φρυγανιά με μαρμελάδα από το πιάτο.
«λέω να πάμε μια βόλτα στο ποτάμι, να κάνουμε ένα μπάνιο. Άλλωστε σήμερα είπαν ότι θα έχει πολύ ζέστη»
Απαντάει ο Ονούρ, κοιτάζοντας πλέον τις σελίδες του βιβλίου του.
«φοβερή ιδέα!»
Αποκρίνεται ο Ομέρ, και μετά ξεκινά να τρώει.
«καλημέρα σε όλους!»
Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται και η Λεϊλά, χωρίς να κρύβει την καλή της διάθεση. Ο Ονούρ ένιωθε γελοίος μπροστά σε αυτή την σκηνή. Εχθές το βράδυ ο φίλος του το έκανε στο μπάνιο του σπιτιού μαζί με αυτήν, και σήμερα το πρωί συμπεριφέροταν σαν να μην συνέβη τίποτα. Δεν ήταν ότι ζήλευε την Λεϊλά, έτσι κι αλλιώς δεν του ήταν απολύτως τίποτα, απλώς την είχε για να περνάει καλά. Αυτό που τον θύμωνε, ήταν η άγνοια της Σεχραζάτ. Στρέφει το βλέμμα του επάνω της, ώστε να την παρατηρήσει λίγο καλύτερα. Είναι τόσο μα τόσο όμορφη! Πως μπορεί να αγνοεί μία τέτοια γυναίκα; σίγουρα ο Ομέρ είναι τυφλός η και ανόητος. Αυτή η σκέψη τον κάνει να αναδευτεί αμήχανα στη θέση του. Ναι, η Σεχραζάτ ήταν σαν θεά στα μάτια του Ονούρ. Θα μπορούσε να πει κανείς από τον τρόπο που την κοιτάζει αυτή την στιγμή, ότι ίσως να του άρεσε. Ίσως!

Μη φοβάσαι τη φωτιάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora