Ας παίξουμε με τους δικούς της κανόνες

378 45 2
                                    

Η Σεχραζάτ επιστρέφει στην κρεβατοκάμαρα τους, μετά από το χαλαρωτικό της μπάνιο. Ο Ομέρ βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αφοσιωμένος στο κινητό του, αλλά παρόλα αυτά, αφιέρωσε μερικά δευτερόλεπτα για να την κοιτάξει. Η Σεχραζάτ δεν του έδωσε καμία σημασία, σαν να μην την ένοιαζε. Πριν από μερικές ημέρες θα διψούσε έστω και για μια μικρή ματιά από εκείνον, αλλά τώρα την έβρισκε εντελώς αδιάφορη. Κάθεται στο κρεβάτι, στη δική της πλευρά. Ο Ομέρ αποφασίζει να αφήσει το τηλέφωνο του στην άκρη, και να την πλησιάσει από πίσω.
«δεν μου είπες, πως πήγε η φωτογράφιση;»
Ρωτάει με τα χέρια του να τρίβουν σχεδόν ερωτικά τους ώμους της, πάνω από το μπουρνούζι. Αυτόματα η Σεχραζάτ νιώθει το σώμα της να κοκαλώνει. Σίγουρα δεν το περίμενε αυτό.
«καλά. Εσύ; πως πέρασες;»
«απαίσια. Έλειπες και το σπίτι είχε αδειάσει»
Απαντάει λιτά, με τα μάτια του να ακολουθούν τις κινήσεις των χεριών του. Τα ψέμματα έβγαιναν πλέον τόσο φυσικά από το στόμα του, που τα πίστευε και ο ίδιος. Μέχρι χθες η Λεϊλά βρισκόταν στο διαμέρισμα τους, κοιμόταν μαζί του πάνω στα σεντόνια τους, στο κρεβάτι τους. Αν το μάθαινε αυτό η Σεχραζάτ, θα κομμάτιαζε την καρδιά της.
«μου έλειψες μωρό μου»
Προσθέτει σιγανά, με τα χείλη του να πλησιάζουν το αυτί της. Η Σεχραζάτ παραμένει ακίνητη, μη ξέροντας πως πρέπει να αντιδράσει σε αυτό το ερωτικό κάλεσμα. Αναζητούσε το άγγιγμα του, έλιωνε για αυτόν τον άντρα, όμως η σκέψη του Ονούρ δεν έλεγε να φύγει από το κεφάλι της.
«τι κανονίσατε για αύριο το βράδυ;»
Ρωτάει, προσπαθώντας να ξεφύγει κάπως από την σκιά του Ονούρ.
«θα βγούμε για φαγητό όλοι μαζί. Εσύ, εγώ, η Λεϊλά και ο Ονούρ»
Απαντάει ψιθυριστά, με τα χείλη του να ταξιδεύουν τώρα πάνω στο δέρμα του λαιμού της. Το γλυκό άρωμα της βανίλιας του ξυπνούσε κάποιες παλιές αναμνήσεις. Μπορεί να μην της ήταν πιστός, αλλά με τον δικό του ακατανόητο τρόπο, την αγαπούσε. Άλλωστε, δεν είχαν ζήσει και λίγα.
«Ομέρ»
«ναι μωρό μου;»
Σκέφτεται να τον διώξει, να βρει κάποια δικαιολογία ώστε να του ξεφύγει. Αλλά ήξερε ότι αυτή δεν θα ήταν μια δίκαιη απόφαση. Τόσο καιρό τον διεκδικούσε εκείνη, και τώρα που το κάνει αυτός, νιώθει πως δεν το θέλει. Τι τραγική ειρωνεία.
«έλα εδώ, στην αγκαλιά μου»
Της ζητάει με χαμηλή, σχεδόν σαγηνευτική φωνή. Εντελώς μηχανικά, η Σεχραζάτ ακολουθεί τις εντολές του, ακουμπώντας την πλάτη της στο στήθος του. Ίσως αυτός ήταν ο τρόπος για να ξεφύγει. Το κόλπο που θα την έκανε να τον ξεχάσει.

Το επόμενο βράδυ, η Σεχραζάτ έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να πείσει τον άντρα της να μην πάνε σε αυτό το δείπνο. Ο Ομέρ αυτή την στιγμή στέκεται μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου τους, διορθώνοντας το μαύρο σακάκι του.
«τι σε έχει πιάσει; αφού συμφώνησες στην αρχή»
«δεν είπα ποτέ ότι συμφώνησα»
Πετάει η Σεχραζάτ, η οποία περπατά πέρα δώθε μέσα στο δωμάτιο, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.
«δεν μπορώ να το αναβάλω τώρα. Τα παιδιά έχουν ήδη ξεκινήσει, τι θα τους πω;»
«δεν ξέρω, βρες απλά μια δικαιολογία και ας καθίσουμε στο σπίτι μας. Τόσες μέρες έχεις να με δεις, δεν σου έλειψα καθόλου;»
Ο Ομέρ την κοιτάζει πονηρά με την άκρη του ματιού του.
«νομίζω ότι το χθεσινό σε επιβεβαίωσε για το πόσο μου έλειψες»
Απαντάει, με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο να στολίζει τώρα το πρόσωπο του. Η Σεχραζάτ ξεφυσάει. Η χθεσινή βραδιά δεν ήταν και τόσο καλή για εκείνην. Προσπάθησε, αλήθεια προσπάθησε να τον βγάλει από το μυαλό της, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους μάγια της έκανε αυτός ο περίεργος άντρας. Ευτυχώς για εκείνην, ο Ομέρ δεν είχε καταλάβει τίποτα. Η καλύτερα, δεν ήθελε να καταλάβει. Προτιμούσε να κρατάει τα μάτια του κλειστά, ώστε να μην δει την πραγματικότητα. Αν δεις, τότε θα πρέπει και να αντιδράσεις, και τον Ομέρ τον βόλευε αυτή η κατάσταση.
«αντε, ετοιμάσου. Βάλε εκείνο το μαύρο φόρεμα που είχαμε αγοράσει μαζί, θυμάσαι;»
Λέει ενώ βαδίζει προς το μέρος της.
Η Σεχραζάτ είναι έτοιμη να παραπονεθεί πάλι, αλλά ο Ομέρ την προλαβαίνει, δίνοντας της ένα σύντομο φιλί στο στόμα.
«θα σε περιμένω στο σαλόνι»
Λέει και έπειτα την προσπερνάει για να βγει από το δωμάτιο τους. Είχε πάντα τον τρόπο να την πείθει, η καλύτερα να την αναγκάζει να γίνεται το δικό του. Η Σεχραζάτ αφήνει έναν αναστεναγμό καθώς πλησιάζει την ντουλάπα της. Κοιτούσε όλα της τα φορέματα, και ξαφνικά άρχισε να πλάθει ένα σχέδιο μέσα στο μυαλό της. Ώστε στον Ονούρ αρέσουν τα παιχνίδια. Σκέφτεται και σιγά σιγά ένα αυτάρεσκο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο της. Τότε θα παίξουμε, αλλά με τους δικούς μου κανόνες! Αρπάζει το λευκό φόρεμα και το αφήνει πάνω στο κρεβάτι. Εφόσον δεν μπορούσε να αποφύγει την αποψινή βραδιά, τότε θα την απολάμβανε.

Μη φοβάσαι τη φωτιάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora