Η ώρα της αλήθειας

395 47 3
                                    


«ορίστε γκρινιάρη, μια χαρά σου τα κούρεψα»
Αναφωνεί η Σεχραζάτ, μόλις τελειώνει με τα γένια του. Πλέον το πρόσωπο του φαινόταν πιο καθαρό, λες και έφυγαν τουλάχιστον δέκα χρόνια από πάνω του. Κοίτα να δεις πως σε αλλάζει το ξύρισμα. Σκέφτεται, καθώς ο Ονούρ ελέγχει τον εαυτό του στον καθρέφτη του μπάνιου, γυρνώντας αργά το πρόσωπο του δεξιά και αριστερά.
«και δεν έπεσε ούτε μία σταγόνα αίμα!»
Του υπενθυμίζει με περηφάνια, κάνοντας τον να γελάσει.
«εντάξει, περίμενα ένα χειρότερο αποτέλεσμα, αλλά τελικά.... αποδείχτηκες καλή»
Λέει καθώς γυρίζει από την άλλη, ώστε να την αντικρίσει κατάματα. Η Σεχραζάτ τον κοιτάζει με δήθεν θιγμένο ύφος.
«με προσβάλεις! ξανά!»
Λέει, κάνοντας τον να γελάσει πνιχτά.
«εγώ; να προσβάλω εσένα; ποτέ»
Λέει, έχοντας ένα σκανταλιάρικο ύφος. Η Σεχραζάτ ανασηκώνει το φρύδι της, παριστάνοντας την αγανακτισμένη.
«τώρα καταλαβαίνω γιατί έγινες συγγραφέας»
Ο Ονούρ κατσουφιάζει.
«για πες το γιατί»
«επειδή σου αρέσει να το παίζεις ξερόλας»
Απαντάει, κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα με το πρόσωπο της. Ο Ονούρ γελάει δυνατά, περνώντας παράλληλα τα χέρια του γύρω από την μέση της.
«είσαι απίστευτη. Μα πως το κατάλαβες;»
Την πειράζει, παίρνοντας δήθεν σοβαρό ύφος. Η Σεχραζάτ ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους της.
«κρύβω έναν μικρό ντετέκτιβ μέσα μου»
«ναι ε;»
Την ρωτάει με παιχνιδιάρικο τόνο.
«ναι»
Απαντάει εκείνη, κουνώντας παράλληλα το κεφάλι της καταφατικά, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια της. Κοιτάζονται για μερικά λεπτά μέσα στα μάτια, με την ευθυμία να πετάει τις σπίθες της, κάνοντας τους επιτέλους να ξεσπάσουν σε τρανταχτά γέλια. Η ατμόσφαιρα τους όμως χαλάει, μόλις ακούνε το κουδούνι να χτυπάει. Η Σεχραζάτ κοιτάζει ερωτηματικά τον Ονούρ.
«περιμένεις κανέναν;»
Η ώρα ήταν περασμένες έντεκα το βράδυ. Ο Ονούρ κοιτάει τριγύρω σαν χαμένος.
«όχι»
Απαντάει και μετά βαδίζει προς την είσοδο του μπάνιου. Η Σεχραζάτ κάνει να τον ακολουθήσει, αλλά εκείνος την σταματάει.
«εσύ περίμενε εδώ»
Την προειδοποιεί και μετά φεύγει. Μόλις ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος, ο Ομέρ ορμάει μέσα, χωρίς να περιμένει να πάρει την άδεια του.
«θα τρελαθώ φίλε, ειλικρινά θα τρελαθώ»
«Ομέρ! τι κάνεις εσύ εδώ;»
Ρωτάει, νιώθοντας το αίμα του να παγώνει. Ο Ομέρ βγάζει το τζάκετ του, πετώντας το στον καναπέ.
«αυτή η τύπισσα με έχει τρελάνει ρε συ. Από κει που περνούσαμε μια χαρά, ξαφνικά μου έχωσε μία τόσο απίθανη ιδέα, που με έκανε ειλικρινά να την πιστέψω»
Ο Ονούρ κοιτάζει ανήσυχος προς την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Ήταν σίγουρος πλέον ότι η Σεχραζάτ θα τους άκουγε. Έπρεπε να τον διώξει πριν έλεγε κάτι που δεν έπρεπε να πει.
«δεν μπορούμε να μιλήσουμε τώρα, πήγαινε»
Του πετάει όσο πιο ψύχραιμα μπορεί. Ο Ομέρ όμως δεν του δίνει σημασία και συνεχίζει.
«η Λεϊλά είναι η πιο ελκυστική γυναίκα που έχω συναντήσει στη ζωή μου, και την θέλω σαν τρελός! Αλλά με έκανε να σκεφτώ διάφορα για την Σεχραζάτ, ότι μπορεί να με απατά, πως ίσως να βρίσκεται αυτή την στιγμή με κάποιον άλλο...»
Ο Ομέρ περπατά πέρα δώθε μέσα στο σαλόνι, ξεφυσώντας δυνατά. Ο Ονούρ κοιτάζει ανήσυχος προς την πόρτα του μπάνιου.
«και να σου πω κάτι; την πιστεύω. Γιατί αυτές τις ημέρες, όλο εξαφανίζεται. Μου λέει βέβαια ότι βρίσκεται με την Ζεϊνέπ, αλλά μπορεί να μου λέει και ψέματα. Θεέ μου, θα τρελαθώ στο τέλος»
Γρυλίζει, τραβώντας παράλληλα τα μαλλιά του. Εκείνη την στιγμή, η πόρτα του μπάνιου ανοίγει, και μία σοκαρισμένη Σεχραζάτ στέκεται στο κατώφλι. Ο Ονούρ στρέφει τα πράσινα μάτια του επάνω της, νιώθοντας τον σφυγμό της καρδιάς του να χτυπάει στα αυτιά του.
«τι είναι ρε;»
Ρωτάει ο Ομέρ, καθώς ακολουθεί το βλέμμα του Ονούρ. Μόλις βλέπει την Σεχραζάτ να τους πλησιάζει, νιώθει λες και ένα κεραμιδί προσγειώθηκε στο κεφάλι του.
«Σεχραζάτ;»
Ρωτάει, χωρίς να το πιστεύει. Ο Ονούρ δεν μιλάει, απλώς κοιτάζει εκείνην. Τα άκουσε όλα, τώρα ξέρει. Σκέφτεται.
«δεν το πιστεύω. Ο φίλος μου... με την γυναίκα μου;»
Πετάει ο Ομέρ, κοιτώντας ειρωνικά τον Ονούρ.
«δεν γίνεται, όχι... δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό»
Προσθέτει καθώς περνάει το χέρι από τα μαλλιά του. Ο Ονούρ συνεχίζει να κοιτάζει την Σεχραζάτ, χωρίς να δίνει σημασία στο ξέσπασμα του άλλου.
«και συ; που μου το έπαιζες και θιγμένη;»
Πλέον ο Ομέρ είχε παρασυρθεί από έναν μονόλογο του παραλόγου. Οι άλλοι δύο όμως δεν του έδιναν σημασία, σαν να μην υπήρχε στο δωμάτιο, σαν να μην τον άκουγαν.
Η Σεχραζάτ τώρα στέκεται δίπλα στον Ονούρ, κοιτώντας σαν χαμένη το πρόσωπο του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος που της έδωσε τόση τρυφερότητα, την είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Της είχε υποσχεθεί πριν από μερικές ώρες, της είπε ότι δεν γνώριζε, και τώρα τα άκουσε όλα. Ήξερε την αλήθεια, κι αυτή την έσκιζε, σαν δίκοπο μαχαίρι.
«άφησε με να σου εξηγήσω»
Την επόμενη στιγμή, το χέρι της προσγειώνεται στο μάγουλο του με δύναμη. Ο Ομέρ παγώνει μπροστά σε αυτό το θέαμα. Ποτέ δεν είχε δει την Σεχραζάτ να χτυπάει κάποιον. Η γυναίκα του ήτανε πάντοτε πολύ ήπιων τόνων, ούτε που τολμούσε να αγγίξει κάποιον με αυτό τον τρόπο. Αυτό όμως που της είχε κάνει ο Ονούρ, ήτανε η χειρότερη τιμωρία που είχε βιώσει ποτέ.
«δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου»
Η φωνή της ακούγεται τόσο ήρεμη, αλλά και τόσο παγερή. Ο Ονούρ στρέφει τα φοβισμένα μάτια του επάνω της. Πλέον είχανε χάσει το χρυσαφένιο τους χρώμα, το αίσθημα της ευτυχίας είχε σβήσει πια, σαν την φλόγα ενός κεριού.
«Σεχραζάτ»
Πετάει ο Ομέρ, μη ξέροντας τι ακριβώς θέλει να της πει. Τα ψυχρά γαλανά της μάτια στρέφονται στο πρόσωπο του.
«ούτε εσένα»
Του λέει και μετά φεύγει από το διαμέρισμα, αφήνοντας μόνους τους δύο άντρες. Για μερικά λεπτά, υπήρχε ησυχία, ώσπου ο Ομέρ ξανά παίρνει τον λόγο.
«πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; γιατί;»
«δεν το έλεγξα. Απλώς το έκανα. Ήθελα να το κάνω, την ήθελα... και ακόμα την θέλω»
Ο Ομέρ νιώθει τον θυμό να χτυπά στους κροτάφους του. Χωρίς να το σκεφτεί, τον αρπάζει από την μπλούζα και του ρίχνει μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο. Ο Ονούρ πισωπατά, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση για να του αντιεπιτεθεί, η να αμυνθεί. Ο Ομέρ σηκώνει ξανά την γροθιά του, έτοιμος να τον ξανά χτυπήσει, αλλά τελευταία στιγμή, κάτι τον σταματά, κάτι που τον τσιμπάει σε κάθε σημείο του κορμιού του. Για πρώτη φορά ο Ομέρ ένιωθε ενοχές, για πρώτη φορά είχε καταλάβει τι κακό είχε προκαλέσει αυτός ο ίδιος στην Σεχραζάτ και στον γάμο τους. Δεν του έφταιγε ο Ονούρ, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός. Ο εγωισμός όμως δεν είναι ένα συναίσθημα που μπορείς να δαμάσεις εύκολα.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now