Η εξαφάνιση της

421 43 5
                                    

Δύο ημέρες τώρα η Σεχραζάτ είχε εξαφανιστεί από όλους, ακόμα και από την Ζεϊνέπ. Κανένας δεν γνώριζε που βρίσκεται. Ο Ομέρ είχε κλειστεί στο σπίτι του, πνίγοντας τις τύψεις του στο ποτό. Ο Ονούρ από την άλλη έκανε τα αδύνατα δυνατά για να βρει την βρει. Είχε βάλει λιτούς και δεμένους, αλλά κανένα αποτέλεσμα. Η Σεχραζάτ παρέμενε χαμένη από όλους. Ξαφνικά, ακούει το κουδούνι του σπιτιού του. Δύο μέρες τώρα δεν τον είχε επισκεφτεί κανένας. Η ελπίδα άρχισε να γεννιέται μέσα του. Αμέσως τρέχει ως την είσοδο του σπιτιού. Μόλις όμως ανοίγει την πόρτα, αντικρίζει μία εξαγριωμένη Ζεϊνέπ και έναν ανήσυχο Κερέμ να στέκεται από πίσω της.
«τι της έκανες ρε κάθαρμα, ε; πες μου!»
Φωνάζει ενώ τον σπρώχνει από το στήθος.
«πες μου γαμώτο μου!»
«Ζεϊνέπ, σταμάτα»
Αποκρίνεται ο Κερέμ καθώς την αρπάζει από τους ώμους. Ο Ονούρ μένει παγωμένος, να κοιτάζει με έκπληξη το ξέσπασμα της Ζεϊνέπ.
«τι της έκανες; λέγε!»
Επιμένει, με τα καστανά της μάτια να τον καίνε. Ο Ονούρ κοιτάζει τον Κερέμ, ο οποίος είχε κατεβασμένο το κεφάλι του. Ένιωθε κι αυτός ενοχές, μιας και ήξερε τα σχέδια του φίλου του. Ο Ονούρ πλησιάζει με αργά βήματα τον καναπέ, έχοντας τώρα πλάτη προς εκείνους.
«έμαθε την αλήθεια»
«ποια αλήθεια;»
Πετάει αμέσως. Ο Κερέμ συνέχιζε να την κρατάει από τους ώμους.
«ότι ο Ομέρ την απατάει, και ότι εγώ το ήξερα. Αν της είχα μιλήσει τότε, αν της το είχα πει... πόσο ηλίθιος είμαι»
Γρυλίζει καθώς χτυπάει με την παλάμη το μέτωπο του. Δεν μπορούσε πλέον να το ελέγξει και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Η Ζεϊνέπ μένει κοκαλωμένη στη θέση της. Δεν το περίμενε αυτό από εκείνον. Για πρώτη φορά, ένιωσε πραγματική θλίψη για αυτόν τον άντρα. Τα μάτια της κλείνουν απότομα, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να λυγίσει.
«κάνε κάτι για να την βρεις, αλλιώς....»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση, και μετά βγαίνει από το σπίτι, κοπανώντας την πόρτα πίσω της. Ο Κερέμ κοιτάζει με απογοήτευση τον φίλο του.
«τα κατέστρεψα όλα»
Ψιθυρίζει ο Ονούρ ανάμεσα από τα αναφιλητά του. Το σώμα του έτρεμε από την ένταση. Ο Κερέμ τον λυπόταν, παρόλα που τον θεωρούσε υπεύθυνο για όλο αυτό.
«την έψαξες;»
Ρωτάει και ο Ονούρ γνέφει καταφατικά.
«και;»
«τίποτα»
Απαντάει, με κάπως πιο ψύχραιμη φωνή τώρα. Το σώμα του όμως συνέχισε να τρέμει.
«κοίταξε να διορθώσεις αυτή την κατάσταση»
Λέει και μετά φεύγει από το σπίτι. Μόλις η πόρτα κλείνει, ο Ονούρ σηκώνει το κεφάλι, αντικρίζοντας το κενό. Να διορθώσει την κατάσταση; πως θα το έκανε αυτό; Εφόσον δεν μπορούσε να βρει την Σεχραζάτ, δεν μπορούσε να διορθώσει τίποτα.

Την ίδια στιγμή, η Σεχραζάτ βρισκόταν στην Άγκυρα, σε ένα ξενοδοχείο. Για πρώτη φορά στη ζωή της, αποφάσισε να ξεφύγει από την ρουτίνα της. Μπορεί η εμπειρία της με τον Ονούρ να την ανανέωσε, αλλά το να φύγει τη δεδομένη στιγμή, ήταν η καλύτερη και η πιο απρόσμενη απόφαση που πήρε ποτέ της. Το κεφάλι της είχε αδειάσει από όλες τις σκέψεις, από όλα τα γεγονότα. Για πρώτη φορά, ένιωθε ήρεμη, σαν να τα είχε ξεπεράσει όλα.
«αναρωτιέμαι τι μπορεί να κάνει μια τόσο όμορφη γυναίκα μόνη της εδώ»
Ξαφνικά ακούει μια αντρική φωνή. Αμέσως σηκώνει το κεφάλι για να δει έναν άγνωστο να στέκεται όρθιος δίπλα από το τραπέζι της. Η Σεχραζάτ του χαμογελάει αδύναμα.
«υποθέτω ότι προσπαθεί να βρει τον εαυτό της»
Ο άγνωστος άντρας τραβάει την καρέκλα, ώστε να καθίσει δίπλα της.
«γιατί αυτό;»
Ρωτάει, κοιτάζοντας την με ενδιαφέρον. Η Σεχραζάτ υψώνει τα γαλανά της μάτια επάνω του.
«συνέβησαν πολλά τις τελευταίες μέρες. Πράγματα που δεν πίστευα ότι θα ζήσω»
Απαντάει, νιώθοντας ότι συζητάει για ένα αδιάφορο θέμα. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ανοιγόταν σε έναν άγνωστο, λες και δεν φοβόταν τις επιπτώσεις η τον πιθανό χλευασμό του.
«αν και δεν σε ξέρω, θέλω να ακούσω την ιστορία σου»
Απαντάει, με το ενδιαφέρον να λάμπει στα σκούρα καστανά του μάτια. Η γυναίκα αφήνει ένα μικρό δύσπιστο γελάκι να ξεφύγει από τα χείλη της.
«δεν θα σου αρέσει»
«επιμένω»
Λέει, κάνοντας την να χαμογελάσει στραβά. Περνάνε μερικά λεπτά, ώσπου τελικά η Σεχραζάτ αποφασίζει να μιλήσει.
«πριν από δύο ημέρες έμαθα ότι ο άντρας μου με απατά»
Ο άγνωστος άντρας ρουθουνίζει δύσπιστος.
«δεν το πιστεύω αυτό»
Απαντάει με σιγουριά. Το μέτωπο της ζαρώνει ερωτηματικά.
«γιατί;»
«επειδή είσαι μια πανέμορφη γυναίκα, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σε απαρνηθεί»
Τώρα είναι η σειρά της Σεχραζάτ να ρουθουνίσει.
«η εξωτερική ομορφιά δεν είναι αρκετά δυνατή για να κρατήσει τους ανθρώπους»
Ο άγνωστος άντρας χαμογελάει στραβά, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της.
«εγώ πιστεύω ότι η εξωτερική ομορφιά, είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας»
Η Σεχραζάτ δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε αυτό. Η εσωτερική ομορφιά δεν ταυτιζόταν συχνά με την εξωτερική. Στο χώρο που δουλεύει, είχε δει πολλές όμορφες γυναίκες, με αγγελικά πρόσωπα, αλλά διαβολική ψυχή. Αμέσως ισιώνει το σώμα της, ψάχνοντας με το βλέμμα τον σερβιτόρο.
«θα πιούμε κρασί;»
Αν την ήξερε, θα έμενε με το στόμα ανοιχτό. Η Σεχραζάτ δεν έπινε αλκοόλ λόγο της μητέρας της, αλλά τώρα το ήθελε. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωθε την ανάγκη να πιει. Ο άγνωστος άντρας της χαμογελάει σχεδόν πονηρά.
«ας πιούμε»
Λέει και την επόμενη στιγμή, κάνει νόημα στον σερβιτόρο να τους πλησιάσει.

Μη φοβάσαι τη φωτιάWhere stories live. Discover now