Θέλω αλλά και δεν θέλω

403 39 10
                                    


Την επόμενη μέρα, η Σεχραζάτ βγαίνει για τρέξιμο μαζί με την Ζεϊνέπ. Οι δύο γυναίκες έχουν πλησιάσει πλέον κοντά στο λιμάνι. Η ανάσα της Σεχραζάτ είχε σχεδόν κοπεί, τα πόδια της είχαν πάρει φωτιά, αλλά δεν ήθελε να σταματήσει. Δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Με το τρέξιμο καθάρισε το μυαλό της, έμεινε μακριά από την σκέψη του Ονούρ, αν και η Ζεϊνέπ δεν είχε σκοπό να την αφήσει έτσι.
«φτάνει βρε Σεχραζάτ μου. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα»
Λέει η Ζεϊνέπ, με τον ρυθμό της να γίνεται όλο και χαλαρός. Η Σεχραζάτ σταματάει απότομα, στρέφοντας το βλέμμα της στην κολλητή της.
«πρέπει να καθαρίσω το μυαλό μου»
«ε το καθάρισες, τόσες ώρες τρέχουμε»
Γκρινιάζει η Ζεϊνέπ, ακουμπώντας τα χέρια στα γόνατα της. Είχε εξουθενωθεί μετά από τόσο τρέξιμο. Δεν μπορούσε να μην την λυπηθεί.
«ας κάτσουμε λίγο»
Αποκρίνεται η Σεχραζάτ, και μετά κάθονται σε ένα παγκάκι. Η Ζεϊνέπ αφήνει μια ανάσα ανακούφισης.
«δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που το λες αυτό»
Λέει παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες πριν ξανά μιλήσει.
«τώρα πες μου... τι έγινε εχθές το βράδυ; γιατί από το μήνυμα που μου έστειλες, δεν κατάλαβα τίποτα»
Η Σεχραζάτ χαμηλώνει το βλέμμα στα μπλεγμένα της δάχτυλα. Από χθες ένιωθε ένα βάρος στο στήθος της. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που πήγε να γίνει, που προκάλεσε βασικά η ίδια να γίνει. Ήθελε να κλάψει, αλλά ήξερε ότι αυτό δεν θα βοηθούσε την κατάσταση.
«βγήκαμε όλοι μαζί»
«ποιοι όλοι μαζί; εννοείς και με εκείνον;»
Η Σεχραζάτ κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, κάνοντας την Ζεϊνέπ να σοκαριστεί.
«και πως συστήθηκε στον Ομέρ;»
Η Σεχραζάτ δεν είχε αναφέρει ακόμα στην κολλητή της για το ποιος ήταν ο θαυμαστής της. Τα θλιμμένα γαλανά της μάτια στρέφονται στο πρόσωπο της.
«είναι φίλοι και συνάδελφοι με τον Ομέρ στο πανεπιστήμιο»
Η Ζεϊνέπ μαρμαρώνει για τα καλά.
«τι λες τώρα; ρε συ, θα με τρελάνεις; αυτά δεν μου τα είπες»
«έχω πολλά να σου πω. Τέλος πάντων, εχθές βγήκαμε, και σε κάποια στιγμή, πήγα στην τουαλέτα...»
Η Ζεϊνέπ την άκουγε πλέον με απόλυτη προσοχή. Η ζωή της κολλητής της από εκεί που έμοιαζε αδιάφορη, ξαφνικά είχε γίνει σαν δραματικό σήριαλ.
«ήρθε και η δικιά του μαζί μου»
Τα μάτια της Ζεϊνέπ γουρλώνουν από το σοκ.
«έχει σχέση;»
«ναι. Δηλαδή, περίπου. Τέλος πάντων, αυτή με ακολούθησε, και... λογικά... βασικά, με απείλησε»
Λέει, καθώς σκέφτεται ξανά τα λόγια της κοπέλας με τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα σκοτεινά μάτια. Αυτή η γυναίκα διεκδικούσε τον Ονούρ με το ίδιο πάθος που ο Ονούρ διεκδικούσε την ίδια. Αυτό της φαινόταν τρομακτικό.
«δηλαδή τι σου είπε;»
«ότι ο Ονούρ είναι δικός της, και ότι καμιά δεν θα της τον πάρει, ούτε εγώ»
Η Ζεϊνέπ ρουθουνίζει ειρωνικά, έχοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο της.
«κούνια που σε κούναγε πες της»
«τέλος πάντων, όταν έφυγε από την τουαλέτα, εμφανίστηκε εκείνος....»
Αυτό φαίνεται να κεντρίζει για τα καλά το ενδιαφέρον της Ζεϊνέπ.
«και τι έγινε;»
«παραλίγο να φιληθούμε. Και να σου εξομολογηθώ κάτι;»
«εννοείται! αν δεν το εξομολογηθείς σε μένα, σε ποιον θα το εξομολογηθείς;»
Λέει καθώς την πλησιάζει λίγο ακόμη.
«ήθελα να το κάνει. Τον προκάλεσα εγώ η ίδια να το κάνει»
Αυτή η αποκάλυψη αφήνει την Ζεϊνέπ με το στόμα ανοιχτό.
«όπα ρε φιλενάδα, ένα ένα μου τα πετάς σήμερα τα ευχάριστα»
Η κολλητή της φαινόταν έτοιμη να πετάξει από την χαρά της. Χρόνια προσπαθούσε να την πείσει να χωρίσει τον Ομέρ, και κοίτα τώρα που την προκάλεσε να το κάνει ένας άλλος άντρας. Σίγουρα η Ζεϊνέπ θα του έδινε πολλά συγχαρητήρια, αν τους δινόταν η ευκαιρία να γνωριστούν φυσικά.
«νιώθω ντροπή και ταυτόχρονα έλξη για αυτόν τον άντρα. Είναι φυσιολογικό αυτό;»
Ρωτάει η Σεχραζάτ, κοιτώντας ερωτηματικά την κολλητή της.
«δεν ξέρω, δεν έχω βρεθεί σε κάποια παρόμοια κατάσταση. Πάντως μπράβο ρε φιλενάδα, χαίρομαι που επιτέλους κατάφερες να ξεφύγεις από τον Ομέρ»
«κι αυτός μου συμπεριφέρεται τόσο περίεργα...»
Λέει, όμως η Ζεϊνέπ δεν το σχολιάζει. Την περιμένει να συνεχίσει.
«από την στιγμή που γύρισα, έχει γίνει παράξενα τρυφερός μαζί μου. Όλο γλύκες, και μάλιστα... προχθές το βράδυ, όταν γύρισα.... κάναμε έρωτα»
Αυτή η αποκάλυψη δημιουργεί απογοήτευση στην Ζεϊνέπ.
«εδώ μου το χαλάς λίγο, αλλά χαλάλι. Με τον άλλον τι θα κάνεις;»
«δεν ξέρω. Μου έδωσε την διεύθυνση του, και να σου πω την αλήθεια.... σκέφτομαι να πάω»
Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο της Ζεϊνέπ.
«μην το σκέφτεσαι, σήκω, τρέχα! ακόμα εδώ είσαι;»
Η Σεχραζάτ αφήνει τον εαυτό της να χαλαρώσει, γελώντας με τα λόγια της κολλητής της. Ναι, ήθελε να πάει να τον δει, και μάλιστα πάρα πολύ. Αλλά ήξερε ότι την επόμενη στιγμή κιόλας θα το μετάνιωνε. Ήταν λάθος, όλο αυτό μεταξύ τους, ότι κι αν είναι, είναι λάθος. Η Σεχραζάτ κρύβει το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες της, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η Ζεϊνέπ της χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη.
«μπορεί να μην έχω βρεθεί στην ίδια θέση με σένα, αλλά να ξέρεις ότι όλο αυτό... το περνάμε μαζί, όχι μόνη σου»
Πάντοτε αυτό της τόνιζε, ότι στα εύκολα μα και στα δύσκολα, η Ζεϊνέπ θα βρισκόταν εκεί, να την στηρίζει, το ίδιο φυσικά ίσχυε και για την Σεχραζάτ. Πλέον δεν ένιωθαν σαν κολλητές, αλλά σαν αδερφές.

«εντάξει φίλε, σου τα στέλνω τώρα...»
Ακούει η Σεχραζάτ μόλις μπαίνει μέσα στο σπίτι. Ο Ομέρ στρέφει με έκπληξη το βλέμμα του επάνω της.
«α, μόλις μπήκε»
«ωραία, πες της αν μπορεί να τα φέρει τώρα»
«εντάξει φίλε, γειά»
Λέει ο Ομέρ και μετά τερματίζει την κλήση.
«καλώς το μωρό μου»
Η Σεχραζάτ τώρα στέκεται κοντά του, κοιτώντας τον με ερωτηματικό ύφος.
«με ποιον μιλούσες;»
«με τον Ονούρ. Τις προάλλες μου δάνεισε κάτι χρήματα, και τώρα είναι η ευκαιρία να του τα επιστρέψω. Μπορείς να του τα πας εσύ βρε μωρό μου; γιατί εγώ τώρα δεν προλαβαίνω»
«γιατί; που θα πας εσύ;»
«Σάββατο σήμερα Σεχραζάτ μου»
Της υπενθυμίζει. Σήμερα είναι η μέρα όπου ο Ομέρ βλέπει ποδόσφαιρο με τον κολλητό και τον αδερφό του. Είχε γίνει κάτι σαν παράδοση πλέον. Μόνο που στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, ο Ομέρ έβγαινε έξω με κάποια από τις χιλιάδες γυναικείες κατακτήσεις του. Απόψε είχε κανονίσει ραντεβού με την Λεϊλά, η οποία έκανε τα αδύνατα δυνατά για να ταρακουνήσει το ενδιαφέρον του Ονούρ.
«θα τα πας;»
Η Σεχραζάτ κοιτάζει με αμφιβολία τον σύζυγο της, ο οποίος παίρνει το τζάκετ του από το μπράτσο του καναπέ, για να το φορέσει. Δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για να το σκεφτεί.
«ναι, εντάξει»
Απαντά μηχανικά.
«ωραία. Τα έχω αφήσει στο τραπεζάκι, μαζί με την διεύθυνση του»
Λέει και μετά την φιλάει στο μάγουλο.
«τα λέμε μωρό μου»
Προσθέτει και μετά εξαφανίζεται από το διαμέρισμα. Η Σεχραζάτ κοιτάζει με ενοχή τα χρήματα πάνω στο τραπεζάκι. Ένα μικρό κομμάτι μέσα της φοβόταν να πάει, την προειδοποιούσε, αλλά η επιθυμία να τον δει, μείωνε την ηθική της κρίση. Η απόφαση είχε ήδη παρθεί.

Μη φοβάσαι τη φωτιάTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon