Το ίδιο βράδυ, οι δύο γυναίκες πηγαίνουν στο πάρτι των παλιών συμμαθητών τους από το σχολείο. Η Ζεϊνέπ ένιωθε πολύ άνετη, σε αντίθεση με την Σεχραζάτ, που δεν είχε σταματήσει να παραπονιέται.
«έπρεπε να μου το είχες πει, έπρεπε να ξέρω»
«γιατί; για να το βάλεις τρέχοντας στα πόδια;»
Αποκρίνεται πειραχτικά η Ζεϊνέπ καθώς μπαίνουν μέσα στη βίλα όπου θα γινόταν το αποψινό πάρτι. Δεν είχε αρκετό κόσμο, αλλά δυστυχώς όλοι αυτοί ήταν γνωστοί, πολύ γνωστοί για τις δύο γυναίκες. Η μουσική ήταν σχετικά δυνατή, αλλά οι διάφορες ομιλίες, προκαλούσαν περισσότερη βαβούρα.
«αφού ξέρεις ότι δεν μου άρεσαν ποτέ αυτό αυτά τα πάρτι. Μόνο προβλήματα φέρνουν»
«πολλές ρομαντικές ταινίες βλέπεις, να τις κόψεις»
Η Σεχραζάτ αρπάζει το χέρι της κολλητής της, κάνοντας την να σταματήσει απότομα τα βήματα της για να την κοιτάξει κατάματα.
«προλαβαίνουμε να φύγουμε»
«Σεχραζάτ, μην φέρεσαι σαν μωρό»
«δεν φέρομαι σαν μωρό»
«κι όμως το κάνεις»
Και τώρα άρχιζε το παιχνίδι των ευθυνών. Φυσικά η Ζεϊνέπ είχε τον τρόπο να κερδίζει πάντα. Η Σεχραζάτ αφήνει έναν αναστεναγμό, καθώς βλέπει την οικοδέσποινα του πάρτι να τις πλησιάζει.
«Ζεϊνέπ! Σεχραζάτ!»
Λέει και τις αγκαλιάζει στα πεταχτά.
«τι κάνετε; πόσο καιρό έχω να σας δω;»
Το χαμόγελο της ήταν εντελώς ψεύτικο, κάτι που παρατήρησαν από την αρχή οι δύο κολλητές.
«τουλάχιστον πέντε χρόνια»
Απαντάει η Ζεϊνέπ, ανταποδίδοντας το ψεύτικο χαμόγελο.
«για αυτό γίνονται αυτά τα πάρτι, για να θυμόμαστε τους παλιούς φίλους και συμμαθητές. Ελάτε, πιείτε ένα ποτό»
Η Ζεϊνέπ στριφογυρίζει τα μάτια της καθώς ακολουθεί την Ντενίζ. Η Σεχραζάτ από πίσω, αναθεματίζει την τύχη της.
«κοκτέιλ;»
«εγώ δεν πίνω»
Αναφωνεί η Σεχραζάτ, κάνοντας την Ντενίζ να γελάσει.
«ακόμα βρε Σεχραζάτ μου; τι κόλλημα είναι κι αυτό με το αλκοόλ»
Η Ντενίζ το έπαιρνε ως αστείο, η Ζεϊνέπ όμως όχι. Ήξερε πολύ καλά γιατί δεν άρεσε στην κολλητή της να πίνει αλκοόλ. Αφού άντεχε ακόμα την μυρωδιά του, ευχαριστώ θα έπρεπε να λένε.
«ούτε κι εγώ θα πιω Ντενίζ»
«ε τότε... πείτε μου τα νέα σας. Πως είναι οι ζωές σας; εσύ Σεχραζάτ είσαι ακόμα παντρεμένη με εκείνον τον κούκλο τον Ομέρ;»
Η Ζεϊνέπ της έρχεται να σκάσει στα γέλια, αλλά συγκρατείται. Από την άλλη η Σεχραζάτ ένιωθε την ντροπή να βάφει κόκκινα τα μάγουλα της.
«ναι, ακόμα»
Απαντάει, κοιτώντας χαμηλά στο πάτωμα.
«εσύ Ντενίζ μου; στέριωσες με κανέναν;»
Η φωνή της Ζεϊνέπ βγαίνει ειρωνική.
«ε, κάτι έχω βρει»
Η Σεχραζάτ δεν άντεχε το κουτσομπολιό. Ήταν το χειρότερο της να ακούει για τις ζωές των άλλων.
«αντε, δεν θα χορέψουμε;»
Η Ντενίζ αλλάζει απότομα ταχύτητα, αφήνοντας εμβρόντητες τις δύο κολλητές.
«ελάτε, πάμε»
Επιμένει, καθώς πλησιάζει τις υπόλοιπες γυναίκες. Η Ζεϊνέπ κοιτάζει με σκανταλιάρικο ύφος την κολλητή της. Η Σεχραζάτ είχε καταλάβει ήδη τι θα της ζητούσε.
«ξέχασε το»
«έλα βρε ξινή, έναν χορό μόνο»
«με τίποτα. Ξέρεις ότι δεν χορεύω μπροστά σε άλλους, ντρέπομαι»
«ε καιρός να ξεπεράσεις αυτές τις χαζές ανασφάλειες»
Αποκρίνεται η Ζεϊνέπ, πιάνοντας την ταυτόχρονα από το χέρι.
«πάνε εσύ, εγώ θα κάτσω απλά εδώ και θα σε κοιτάω»
«δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη. Έλα, πάμε»
Επιμένει, τραβώντας την λίγο πιο δυνατά. Τελικά η Σεχραζάτ υποκύπτει, αφήνοντας το σώμα της να συρθεί ως το μέρος όπου χόρευαν οι υπόλοιπες γυναίκες. Ανάμεσα τους φυσικά υπήρχαν και μερικοί παλιοί άντρες συμμαθητές. Όλοι τους είχαν μεγαλώσει πια, δεν ήταν εκείνα τα παιδιά που έτρεχαν στις καφετέριες και στις συναυλίες, χωρίς να δίνουν δεκάρα για το μέλλον τους. Η Σεχραζάτ ένιωθε περίεργα καθώς παρακολουθούσε αυτή την σκηνή να διαδραματίζεται μπροστά της. Η Ζεϊνέπ κρατούσε τώρα και τα δύο χέρια της κολλητής της, προσπαθώντας να την παρασύρει στον ρυθμό της μουσικής. Η Σεχραζάτ της χαμογελάει αμήχανα, νιώθοντας και πάλι πως είναι εκείνο το δεκαοκτάχρονο κορίτσι που ντρεπόταν ακόμη και την σκιά του.
«έλα κολλητή, χόρεψε!»
Της φωνάζει η Ζεϊνέπ. Εκείνη γελάει και τελικά αφήνει τον εαυτό της να παρασυρθεί. Όλο το δωμάτιο είχε αφεθεί στην μουσική, διασκεδάζοντας. Η Ζεϊνέπ με την Σεχραζάτ έκαναν σαν μικρά παιδιά τώρα, με την μία να πειράζει την άλλη.
«ανεβάστε την Σεχραζάτ στο τραπέζι!»
Φωνάζει ξαφνικά η Ντενίζ. Η Σεχραζάτ κοιτάζει ανήσυχα την κολλητή της, χάνοντας απότομα το κέφι της.
«μην τους αφήσεις»
«έλα ρε φοβιτσιάρα, θα ανέβουμε μαζί»
Λέει η Ζεϊνέπ και την τραβάει να ανεβούν μαζί πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού. Το κέφι επανέρχεται, και η Σεχραζάτ ξεκινά να φωνάζει από την χαρά της. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ελεύθερη, όσο τώρα. Η Ζεϊνέπ την καμάρωνε. Άλλωστε δεν έβλεπε συχνά την κολλητή της να διασκεδάζει τόσο έντονα όσο τώρα.
«δώσ'τα όλα κούκλα μου!»
Της φωνάζει η Ζεϊνέπ, δίνοντας της περισσότερο θάρρος. Η Σεχραζάτ γελάει δυνατά, καθώς κάνει μια αργή στροφή γύρω από τον εαυτό της. Και τότε είναι που το εύθυμο βλέμμα της, πέφτει πάνω στο δικό του. Όλο της το σώμα παγώνει, ενώ κρύος ιδρώτας λούζει το μέτωπο της.
«Σεχραζάτ, τι έπαθες;»
Ρωτάει η Ζεϊνέπ από πίσω της, ώσπου το βλέμμα της εντοπίζει το πρόσωπο του Κερέμ. Τώρα είχαν μείνει και οι δύο παγωμένες, να κοιτάζουν προς το δικό τους μέρος.
YOU ARE READING
Μη φοβάσαι τη φωτιά
Non-Fiction«φοβάμαι... φοβάμαι ότι αυτό το πάθος θα με κάψει!» Ψιθυρίζει, κοιτάζοντας τον με πόνο μέσα στα μάτια. Ο άντρας της χαμογελά, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα ανάμεσα τους. «αξίζει να καούμε τότε και οι δυο» Της απαντά λιτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμ...