16. Ενδιαφέρον ή περιέργεια;

289 48 8
                                    

Σωριάστηκα στην καρέκλα του γραφείου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν το περίμενα. Εκείνη η γυναίκα που νόμιζα δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά, είχε βρεθεί στο κτήμα μου και δούλευε για μένα.

Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόμουν. Σχετικά ψηλή με ένα αγαλματένιο κορμί και ένα πρόσωπο απίστευτα όμορφο. Εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της εξέδιδαν δύναμη, τόλμη και δυναμικότητα.

Όμως δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ξανά τον εαυτό μου και της είπα ότι σκεφτόμουν. Εκείνο το κορμί ήταν σκέτος πειρασμός με τη δύναμη να πλανέψει κάθε άντρα. Εκείνο το πρόσωπο ήταν τόσο άψογο που κανείς δεν θα έμενε αδιάφορος.

Κανείς; Φυσικά και μου ήταν αδιάφορο πόσο όμορφη ήταν. Δεν ήθελα μπελάδες μεταξύ των εργατών και ο κύριος λόγος που δεν προσλάμβανα γυναίκες ήταν αυτός. Τους χρειαζόμουν συγκεντρωμένους στη δουλειά τους και όχι να ερωτοτροπούν μεταξύ τους.

Όμως πως είχε καταλήξει εδώ; Τότε στο κλαμπ μου φάνηκε σαν τουρίστρια. Τώρα χρειαζόταν δουλειά; Ίσως η υπερβολική dolce vita την άφησε απένταρη. Αυτά παθαίνουν όσοι ενεργούν απερίσκεπτα και αλλοπρόσαλλα. Ήταν η τιμωρία της!

Τιμωρία; Ξαφνικά έφερα στο μυαλό μου εκείνο το φιλί και έσφιξα τις γροθιές μου. Ήταν η πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια που φιλούσα γυναίκα ή καλύτερα με φιλούσε γυναίκα. Ακόμη θυμόμουν τη γεύση δυόσμο ανακατεμένη με ρούμι. Σούφρωσα τα φρύδια μου. Σκεφτόμουν ανοησίες!

Χτύπησε ελαφριά ο πόρτα και ο Αντρέ, ο μπάτλερ που δούλευε στη βίλα από τότε που ήμουν μικρός εισήλθε μέσα στο γραφείο μου αφού του έδωσα την άδεια. Κρατούσε έναν δίσκο με το βραδινό μου αφέψημα.

-«Αντρέ, κάλεσε μου τον Πέδρο.» αποκρίθηκα και εκείνος έγνεψε θετικά.

-«Αφέντη Ενρίκε, ο κ. Σάντζες τηλεφώνησε όσο ήσουν για ιππασία. Θα σε επισκεφτεί αύριο το μεσημέρι.» απάντησε και έγνεψα θετικά.

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα λόγια του Αντρέ μου θύμισαν το νέο πρόβλημα που είχε βρεθεί στο δρόμο μου. Έπρεπε να διορθώσω τα λάθη των γονιών μου παρόλο που εκείνοι δεν ζούσαν πια.

Έριξα το βλέμμα μου στο οικογενειακό πορτραίτο που βρισκόταν απέναντί μου στον τοίχο. Ο πατέρας είχε ένα σοβαρό, ψυχρό και περήφανο βλέμμα. Στεκόταν δίπλα στη μητέρα, η οποία ήταν καθιστή. Το δικό της βλέμμα ήταν επίσης σοβαρό κάτι που διέθετε και στην καθημερινή της ζωή.

Εγώ στεκόμουν δίπλα στον πατέρα με ένα επίσης σοβαρό και απαθές βλέμμα. Από μικρός είχα μάθει τι σήμαινε να είσαι ένας Ναβάρο. Ο πατέρας συνεχώς μιλούσε για τις αριστοκρατικές μας ρίζες που πλέον δεν είχαν και τόση σημασία. Μιλούσε για το καθήκον μου ως επόμενος κληρονόμος της οικογένειας να διατηρώ το κύρος της και τη δύναμή της.

Το αγρίμιWhere stories live. Discover now