54. Λαίλαπα φωτιάς

181 32 6
                                    

    Ήμουν τρομερά εξοργισμένος. Τα σωθικά μου καίγονταν μέσα μου ενώ τα μηνίγγια μου πήγαιναν να εκραγούν.

Η σκηνή καθώς ένας άλλος άντρας την άγγιζε παιζόταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ένιωθα η φωτιά μέσα μου να θεριεύει και να κάνει στάχτη την ψυχή μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήταν σαν την Καμίλα.

Τότε ήμουν τυφλός και υπέμενα τα τερτίπια και τα καπρίτσια της όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Γιατί ήταν διαφορετικά; Γιατί δεν μπορούσα να προσπεράσω το γεγονός σαν κάτι ασήμαντο;

Να πάρει!!!, αναφώνησα και με μια κίνηση έριξα ότι βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου. Πλησίασα το μίνι μπαρ και έβαλα να πιω.

Θύμωνα. Θύμωνα τόσο πολύ και περισσότερο με την συμπεριφορά της. Παρόλα αυτά, συνέχιζε να βρίσκεται στο πλευρό εκείνου του άντρα. Όταν άφησα το γραφείο της τρομερά εκνευρισμένος, δεν έκανε καν τον κόπο να με κυνηγήσει και να εξηγήσει. Έμεινε μαζί του!

Με μια κίνηση έριξα το άδειο ποτήρι στην άλλη άκρη του δωματίου και έγινε κομμάτια. Άρχισα να πίνω από το στόμιο του μπουκαλιού.

Όμως περνούσε η ώρα και εκείνη δεν επέστρεφε και τόσο περισσότερο θύμωνα και φοβόμουν την ίδια στιγμή. Φοβόμουν τον πόνο που θα ένιωθα αν επαναλαμβανόταν το παρελθόν.

Μέχρι το βράδυ δεν είχε επιστρέψει. Αυτό με εξόργιζε. Με εκνεύριζε. Με τρόμαζε. Ήταν ένα αγρίμι. Ελεύθερη και ανεξάρτητη. Αυτόν τον τρόπο ζωής είχε μάθει. Μπορούσε να με αφήσει εύκολα.

Α!!! Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο χέρι μου και στη βέρα που φορούσα. Όχι, δεν ήταν πια ελεύθερη. Ήταν παγιδευμένη εδώ μαζί μου. Δεν θα την άφηνα να φύγει!!!

Σηκώθηκα από τη θέση μου. Πνιγόμουν σε εκείνο το γραφείο. Όμως που να πήγαινα; Κατευθύνθηκα προς τους στάβλους και πήρα το άλογο. Λίγος καθαρός αέρας πάνω στη ράχη του θα με βοηθήσει να ηρεμήσω. Ήθελα να είμαι ήρεμος όταν θα επέστρεφε.

Ήταν επικίνδυνο να πάρω το σύνηθες μονοπάτι τώρα που είχε σκοτεινιάσει καθώς βρισκόταν δίπλα σε γκρεμούς. Για το λόγο αυτό, τράβηξα προς τους αμπελώνες.

Εκεί μέσα στην ηρεμία της νύχτας και στο αγιάζι του απόβραδου, με τις μυρωδιές του χώματος και του χορταριού να αναδύονται, μπορούσα να ηρεμήσω. Έδεσα το άλογο σε ένα δέντρο και άρχισα να περπατάω κατά μήκος των δενδρυλλίων. Δεν μπορούσα να δω πολλά μέσα στο σκοτάδι αλλά το φεγγάρι φώτιζε αρκετά ώστε να περπατάω ανενόχλητος μεταξύ των σειρών.

Το αγρίμιWhere stories live. Discover now