~Κεφάλαιο 14ο~

331 39 9
                                    

«Είμαι ο Ράιαν, γιος του ιδιοκτήτη του κλαμπ!» έδωσε το χέρι του σε όλους μας και του συστηθήκαμε. Ήταν ωραίο παιδί, σχετικά ψηλός με μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά, μαύρα μάτια και λίγο μελαμψός στο δέρμα, πράγμα που τον έκανε ακόμη πιο όμορφο. Έκανε νόημα στον Dj και η μουσική σταμάτησε. Κατευθύνθηκε προς τη μικρή υπερυψωμένη εξέδρα που υπήρχε μπροστά από τη κονσόλα και πήρε ένα μικρόφωνο. «Γεια σας παιδιά! Πως περνάτε;» το πλήθος φώναζε και ούρλιαζε στο κάλεσμά του. «Τέλεια, γιατί σας έχω μια έκπληξη! Είμαι σίγουρος ότι θα έχετε δει μια μπάντα στο ίντερνετ που το βίντεό τους έχει γίνει viral και έχει κάνει χαμό στη διαδικτυακή μουσική!» κι άλλες φωνές και ουρλιαχτά μέσα στο μαγαζί. «Γιατί τους έχουμε εδώ.» είπε με πιο δυνατή φωνή και τα φώτα στράφηκαν πάνω μας. Εκατοντάδες πρόσωπα μας κοίταξαν κόβοντάς μου την ανάσα. «Παιδιά, θα μας τραγουδήσετε το τραγούδι σας; Εδώ στην εξέδρα!»

Γύρισα να φύγω αλλά υπήρχε παντού κόσμος που μας είχε περικυκλώσει. Ένιωθα το χώρο να στενεύει, το οξυγόνο ήταν λιγοστό και το σφίξιμο στο λαιμό μου με εμπόδιζε να πάρω καθαρές ανάσες. Έπρεπε κάπου να σταθώ, ένιωθα να τα χάνω. Ο Χάρρυ με είδε που είχα ασπρίσει και με έπιασε από τους ώμους, αλλά έγειρα το σώμα μου και στηρίχτηκα στο στέρνο του. Το κράτημά του έγινε πιο δυνατό, για να με κρατήσει όρθια.

«Δώρα σύνελθε!» με κούνησε ελαφρά αλλά τίποτα. «Δώρα έχεις ασπρίσει, ηρέμησε, πάρε ανάσα γαμώτο!» με ταρακούνησε πιο δυνατά και γύρισε το σώμα μου ώστε να τον κοιτάω βάζοντας τα χέρια του στο πρόσωπό μου.

Ο κόσμος γύρω κοιτούσε ανήσυχος. Είχα θολώσει από το άγχος μου, αλλά ο Χάρρυ με βοήθησε να ηρεμήσω. Τα παιδιά δίπλα του φαινόντουσαν τρομαγμένοι, ενώ η Κάθριν ήρθε με αγκάλιασε.

«Μας τρόμαξες ρε χαζή!» μου ψιθύρισε η Κάθριν ανήσυχα.

«Συγγνώμη! Σε ευχαριστώ Χάρρυ!» μου έριξε ένα κενό βλέμμα και γύρισε προς τα παιδιά. Φαινόταν αρκετά ανήσυχος, αλλά δεν έδωσα περαιτέρω σημασία.

«Όλα εντάξει παιδιά;» ρώτησε ο Ράιν από την εξέδρα.

«Ναι όλα μια χαρά.» φώναξε ο Λίαμ και γύρισε πάλι σε εμάς.

«Λοιπόν; Θα πάμε;» ρώτησα.

«Εσύ είσαι καλά;» με ρώτησε ο Λούι και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Τότε πάμε, ευκαιρία είναι!»

Ξεκινήσαμε να κατευθυνόμαστε προς την εξέδρα και άγχος άρχισε πάλι να με κυριεύει, αλλά όχι όπως πριν ευτυχώς. Ήμουν τελείως απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο, αλλά ο Χάρρυ με βοήθησε. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως κατάφερε να με ηρεμήσει, αλλά όταν έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό μου, με μαγνήτισε το βλέμμα του και επικεντρώθηκα σε αυτόν και στα λόγια του. Σταμάτησα να σκέφτομαι κάθε βλέμμα που με κοιτούσε και απλά έκλεισα τον εαυτό μου ανάμεσα στα δυο του μάτια. Ήταν τόσο ξαφνική αυτή η στιγμή που με επανέφερε εντελώς από το άγχος που με είχε κατακλίσει.

Έρωτας στους στίχους... [H.S. & X❤O]Donde viven las historias. Descúbrelo ahora